-
1 αποστρεφω
1) отводить в сторону, отворачивать(τέν ὄψιν Plut.)
λόγοι ἀπεστραμμένοι Her. — презрительные речи2) поворачивать, направлять(τέν διάνοιαν πρός τι Plut.)
3) поворачивать обратно(νῆας Hom.; ἄρματα εἰς φυγήν Xen.; τὰς τριήρεις Plut.)
4) делать поворот(ἀποστρέψας ῥέει τὸ μέσον, sc. ὅ ποταμός Her.; τἀναντία ἀποστρέψαι Xen.)
5) возвращаться(ὀπίσω Her.; πάλιν Soph.; ἀποστρέψαντες ἀγγέλλουσι Thuc.)
6) сворачиватьαἱ νῆες ἀπεστράφατο τοὺς ἐμβόλους Her. — у кораблей были сбиты носовые части;
7) отсылать обратно, возвращать(τινά Thuc.)
8) отзывать обратно(τινὰ ἐξ ἰσθμοῦ Xen.)
9) обращать в бегство(Ἀχαιούς Hom.; ἀποστραφέντες φεύγουσιν Polyb.)
10) (пред)отвращать, отклонять, отводить(πῆμα νόσου Aesch.; ἀντιδικῶν δίκην Arph.)
ἀποστραφῆναί τινος Xen. — отложиться (отпасть) от кого-л.11) отговаривать(τινά τινος Xen.)
См. также в других словарях:
αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… … Dictionary of Greek