-
1 απαιτήσεσιν
-
2 ἀπαιτήσεσιν
См. также в других словарях:
ἀπαιτήσεσιν — ἀπαίτησις demanding back fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απαιτήσεσιν
2 ἀπαιτήσεσιν
ἀπαιτήσεσιν — ἀπαίτησις demanding back fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)