-
1 απαγωγή
-
2 ἀπαγωγῇ
-
3 απαγωγή
-
4 ἀπαγωγή
-
5 ἀπαγωγή
ἀπᾰγωγή, ἡ,III as [dialect] Att. lawterm,1 a summary process by which a person caught in the act ([etym.] ἐπ' αὐτοφώρῳ) might be arrested by any citizen and brought before the magistrates, Antipho 5.9, And.1.88, Lys. 13.85f, D.24.113;ἀπαγωγῆς ἄξια Hyp.Eux.16
.2 written complaint handed in to the magistrates, ἀπάγειν τὴν ἀ. lay such accusation, Lys.13.86; παραδέχεσθαι ἀ., of the Eleven, admit it, ibid.IV in Logic, shifting of the basis of argument: hence of argument based on a probable or agreed assumption, Arist.APr. 69a20, cf. Anon. in SE65.35; reduction,ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀ.
reductio per impossibile, APr. ;ἡ ἀ. μετάβασίς ἐστιν ἀπ' ἄλλου προβλήματος ἢ θεωρήματος ἐπ' ἄλλο, οὗ γνωσθέντος ἢ πορισθέντος καὶ τὸ προκείμενον ἔσται καταφανές Procl. in Euc.p.212F.
; τῶν ἀπορουμένων διαγραμμάτων τὴν ἀ. ποιήσασθαι ib. p.213F.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαγωγή
-
6 ἀπαγωγή
-ῆς ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 1 Ezr 8,24leading into captivity, imprisonmentCf. WALTERS 1973 129-130.316 -
7 απαγωγή
kidnappingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απαγωγή
-
8 απαγωγής
-
9 ἀπαγωγῆς
-
10 απαγωγαίς
-
11 ἀπαγωγαῖς
-
12 απαγωγαί
-
13 ἀπαγωγαί
-
14 απαγωγών
-
15 ἀπαγωγῶν
-
16 απαγωγάς
-
17 ἀπαγωγάς
-
18 απαγωγήν
-
19 ἀπαγωγήν
-
20 φόρος
A that which is brought in by way of payment, tribute,φόρου ἀπαγωγή Hdt.1.6
,27, cf. IG12.65.2, al., Th.1.96, etc.; ξυμμάχους φόρου ὑποτελεῖς subject to pay tribute, Id.1.56; φόρον ὑποτελέειν to pay tribute, Hdt.1.171, cf. Isoc.12.116; (anap.); , X.An.5.5.7, Ath.2.1;πόλεις ἃς οἱ ἰδιῶται ἐνέγραψαν φ. φέρειν IG12.212.88
; φ. τάξασθαι to agree to pay it Hdt.3.13; φόρον ταῖς πόλεσι τάξαι to fix their quotas of tribute, And.4.11, cf. Isoc.4.120, D.23.209, Aeschin.2.23; φ. δέχεσθαι to receive it, Th.1.96 (of the Ἑλληνοταμίαι), cf. X.Ath.3.2; φ. προσῄει it came in, And. 3.9;τὸν φ. ἀπὸ τῶν πόλεων τὸν προσιόντα Ar.V. 657
(anap.): pl.,φόροι ἥκουσιν Id.Ach. 505
, cf. Eq. 313 (troch.): ὁ βασιλικὸς φ., at Sparta, Pl.Alc.1.123a.2 generally, any payment,φόρον ἀπέφερον τῷ δήμῳ X.Smp.4.32
; κατὰ φόρους by instalments, Senatus consultum ap.Plb.18.44.7; ἐπιβαλλειν φ. impose a forced levy, Plu. Ant.24.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπαγωγῇ — ἀπαγωγή leading away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγωγή — leading away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαγωγή — η (AM ἀπαγωγή) [απάγω] 1. αρπαγή ατόμου από τον τόπο της διαμονής του με τη βία ή με τη θέληση του 2. φρ. «ἀπαγωγὴ ἐς ἄτοπον» αποδεικτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την απόδειξη προτάσεων της μορφής «αν ισχύει η υπόθεση π, τότε ισχύει και το … Dictionary of Greek
απαγωγή — η 1. αρπαγή ανθρώπου: Στην απαγωγή του παιδιού είχε και συνένοχο. 2. (γυμν.), κίνηση κάποιου μέλους του σώματος προς τα έξω: Απαγωγή των χεριών! 3. (λογ.), συλλογιστική μέθοδος (λέγεται και παραγωγή) που από το γενικό πάει στο μερικό· (μαθ.), «σε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АПАГОГЭ — • Άπαγωγή, назывался у афинян особенно тяжкий и по формам судопроизводства, и по последствиям вид публичного обвинения, существенно отличавшийся от υραωή (см. это слово). Тогда как при обыкновенном письменном обвинении (γραφή)… … Реальный словарь классических древностей
ἀπαγωγαῖς — ἀπαγωγή leading away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγωγαί — ἀπαγωγή leading away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγωγῆς — ἀπαγωγή leading away fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγωγήν — ἀπαγωγή leading away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγωγῶν — ἀπαγωγή leading away fem gen pl ἀπαγωγός leading away masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek