-
1 απηνη
ἥ1) повозка, телега (четырехколесная) Hom.; колесница Aesch., Soph., Arst.ναΐα ἀ. Eur. = ναῦς
2) пара, двое ( о братьях Этеокле и Полинике) Eur. -
2 καπανη
-
3 ακαμαντοπους
(ἵπποι, ἀπήνη, βροντή Pind.)
-
4 ευκυκλος
21) хорошо закругленный, совершенно круглый(ἀσπίς Hom.; ἕδρα Pind.; ἀντίπηξ Eur.; στεφάνη Xen.; σφαῖρα Parmenides ap. Plat.)
2) с хорошо закругленными колесами, т.е. быстро катящийся(ἀπήνη Hom.; ὄχοι Aesch.)
3) движущийся по кругу, кружащийся, круговой(χορεία Arph.)
-
5 ευξεστος
эп. ἐΰξεστος 2 и 31) хорошо выскобленный, выструганный(ἀπήνη, χηλός Hom.)
2) тщательно отполированный -
6 ευσωτρος
-
7 ομοπτερος
21) одинаково оперенный или окрыленный(κίρκοι Aesch.)
2) одинаково вьющийся или одинаково причесанный(βόστρυχοι Eur.)
3) оснащенный одинаковыми парусами или одинаково быстрый(νᾶες Aesch.)
4) близкий, родственныйἀπήνη ὁ. Eur. — пара братьев ( об Этеокле и Полинике)
-
8 πωλικος
31) влекомый молодыми конями, конный(ἀπήνη Soph.; ἄντυγες Eur.)
πωλικὰ διώγματα Eur. — конная погоня2) девичий(πωλικὰ ἑδώλια Aesch.)
-
9 τετραβαμων
2, gen. ονος (βᾱ)1) четвероногий(ἵπποι Eur.)
τ. ἀπήνη Eur. — (о Троянском коне) четвероногая повозка2) запряженный четверкой лошадей(ἅρματα Eur.)
-
10 τροχηλατος
21) движущийся на колесах(σκηναί Aesch.; δίφροι Soph.; ἀπήνη Luc.)
2) изборожденный колесами(τρίοδος Aesch.)
3) влекомый колесницей4) влекущий, т.е. впряженный в колесницу(πῶλος Eur.)
5) кружащий колесом, т.е. не дающий покоя, преследующий(μανία Eur.)
6) обработанный или выделанный на гончарном круге(λύχνος Arph.)
См. также в других словарях:
ἀπήνη — four wheeled wagon fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνῃ — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απήνη — Είδος αρχαίας άμαξας. Τη χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν διάφορα φορτία ή και ανθρώπους και την έσερναν άλογα, μουλάρια ή ακόμη και βόδια. Αργότερα, α. έλεγαν οποιοδήποτε είδος άμαξας ή άρματος. Με α. διοργανώνονταν επίσης και αρματηλασίες και… … Dictionary of Greek
ἀπηνῆ — ἀπηνής ungentle neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπηνής ungentle masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπηνής ungentle masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερ(ρ)απήνη — η, Ν ζωολ. γένος χερσόβιων χελωνών τής οικογένειας εμυδίδες, που απαντούν στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. terrapene, λ. αλγκονκικής γλώσσας, που συνδέεται με το αλγκονκικό torope «χελώνα»] … Dictionary of Greek
ἀπηνῶν — ἀπήνη four wheeled wagon fem gen pl ἀπηνής ungentle masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπῆναι — ἀπήνη four wheeled wagon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήναις — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήναισι — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνην — ἀπήνη four wheeled wagon fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνης — ἀπήνη four wheeled wagon fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)