-
1 απολαύω
(αόρ. απήλαυσα и απόλαψα) μετ.1) пользоваться; обладать (тж. здоровьем);απολαύω εξαιρετικής εκτιμήσεως — пользоваться большим уважением;
2) наслаждаться (чём-л.); находить удовольствие (в чём-л.);κάτσε να σ' απολάψουμε λίγο посиди с нами, доставь нам удовольствие; 3) получать, извлекать (пользу, выгоду, прибыль)
См. также в других словарях:
насытитисѧ — НАСЫ|ТИТИСѦ (129), ЩОУСѦ, ТИТЬСѦ гл. 1. Стать изобильным, наполниться: ѿ плода дѣлъ твоихъ насытитьсѧ землѧ. СбЯр XIII, 136 об.; хлѣбъ ср҃дце чл҃вкѹ ѹкрѣпить. насытѧтьсѧ дрѣва польска˫а и кедри ливаньстии ѥже ѥси насадилъ имъ. Там же, 137; полѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οναίνειν — ὀναίνειν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀπήλαυσα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η γλώσσα ὀναίνειν, που παραδίδει ο Ησύχιος, πρέπει να είναι εσφαλμένη] … Dictionary of Greek
απολαμβάνω — απολαμβάνω, απόλαυσα βλ. πίν. 98 Σημειώσεις: απολαμβάνω : συναντάται μερικές φορές και ο λόγιος αόριστος απήλαυσα. Σπάνια χρησιμοποιείται ο λόγιος ενεστώτας απολαύω σε εκφράσεις όπως: απολαύει της εμπιστοσύνης (→ έχει την εμπιστοσύνη...) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής