-
1 ωφελίμων
ὠφέλιμοςhelping: fem gen plὠφέλιμοςhelping: masc /neut gen plὠφέλιμοςhelping: masc /fem /neut gen pl -
2 ὠφελίμων
ὠφέλιμοςhelping: fem gen plὠφέλιμοςhelping: masc /neut gen plὠφέλιμοςhelping: masc /fem /neut gen pl -
3 πλεονεκτέω
A- ήσω Th.4.62
, etc. ( πλέον ἐκτήσεται shd. be read in Pl.La. 192e):—Prose Verb, have or claim more than one's due, mostly in bad sense, to be greedy, grasping, Hdt.8.112, X.Mem.2.6.21, Pl.Grg. 483c, etc.2 also, gain or have some advantage, without any bad sense,δυνάμει τινὶ π. Th.4.62
, cf. 86; opp. ἐλαττοῦσθαι, Arist.Rh. 1360a3;πολὺ ἐπλεονέκτει ὁ Πελοπίδας παρὰ τῷ Πέρσῃ X. HG7.1.34
: abs., Arist.Rh. 1402b25, D.S.12.46;π. ἀπὸ τῶν μὴ καθηκόντων Plb.6.56.2
: freq. with neut. Pron., π. ταῦτα, etc., Th.4.61, etc.3 c. gen. rei, have or claim a larger share of than others,τῶν ὠφελίμων Id.6.39
; τοῦ ἡλίου, τοῦ ψύχους, τῶν πόνων, X.Cyr.1.6.25, cf. Oec.7.26; δόξης, χάριτος, Arist.EN 1136b22, 1137a1.II c. gen. pers., have or gain the advantage over,τῶν ἐχθρῶν Pl.R. 362b
, cf. Hyp.Lyc.8, etc.;παρά τινος X.Cyr.1.6.32
(v.l.);παρ' ἀλλήλων Arist.Pol. 1292b19
; τινι in a thing, X.Cyr.4.3.21, etc.; ; ; also π. τῶν νόμων gain at the expense of the laws, Id.Lg. 691a; τῆς ὑμετέρας π. εὐηθείας take advantage of your simpleness, D.Prooem.24.2 later c. acc. pers., get or have the advantage over, D.H.9.7, Plu.Marc.29, Luc.Am.27: usu. in bad sense, overreach, defraud,πλεονεκτεῖν μηδένα Men.Mon. 259
, cf. 1 Ep.Thess.4.6, 2 Ep.Cor.7.2, D.Chr.17.8, D.C.52.37: in early writers only [voice] Pass. in this sense,ὑπό τινων X.Mem.3.5.2
; πλεονεκτεῖσθαι χιλίαις δραχμαῖς to be defrauded in or of 1, 000 drachmae, D.41.25. In Th.1.77 πλεονεκτεῖσθαι is impers., to be an act of πλεονεξία.3 [voice] Pass., to be surpassed, excelled, τινι Apollod.Poliorc.173.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεονεκτέω
-
4 χωρίζω
I in local sense, separate, divide,χ. ἀλλήλων λόχους E.Ph. 108
; exclude,τὴν πτέρνην Hp.Fract.11
, etc.: τί τινος, freq. in Pl.,χ. τὴν ψυχὴν τοῦ σώματος R. 609d
, cf. Phlb. 55e;ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψ. Phd. 67c
, cf. Plt. 268c, etc.;πάντα κατὰ φυλάς X.Oec.9.8
; with inf. added, [τὴν τάξιν] ἐπὶ τῷ μέσῳ ἐχώρισεν ἕπεσθαι Id.An.6.5.11
; οἱ χωρίζοντες the Separators, a name given to those Grammarians (Xenon and Hellanicus acc. to Procl.Chr.p.102 Allen) who ascribed the Iliad and Odyssey to different authors, Sch.A Il.2.356, 649, 11.692,21.416:—[voice] Pass., to be separated, severed, or divided, Hdt.1.151, 3.12, al.; τινος E.IT 1002, Pl.Ti. 31b;σοφόν.. πάντων κεχωρισμένον Heraclit.108
.II separate in thought, distinguish,ἡδύ τε καὶ δίκαιον Pl.Lg. 663a
;ἀπὸ τῶν ὠφελίμων τὰ καθ' αὑτά Arist.EN 1096b14
;χ. καὶ διασπᾶν Id.PA 642b18
; esp. in Logic,τὸν ἴδιον τῆς οὐσίας ἑκάστου λόγον ταῖς.. οἰκείαις διαφοραῖς χ. Id.Top. 108b6
, cf. 132a13:— [voice] Pass., to be different,κεχωρίδαται πολλὸν τῶν.. ἄλλων ἀνθρώπων Hdt. 1.140
: less freq. c. dat.,κεχώρισται οὗτος ὁ χειμών.. τοῖσι ἐν ἄλλοισι χωρίοισι γινομένοισι χειμῶσι Id.4.28
;ἀπ' ἀλλήλων Isoc.14.49
; νόμοι κεχωρισμένοι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων laws apart from others, far different, Hdt.1.172, cf. Plb.31.23.11;γνῶμαι κεχωρισμέναι Hdt.4.11
; opp. συγκεχυμένος, Pl.R. 524c;κεχώρισται πλεῖστον τό τ' εἶναι καὶ τὸ τοῦτον φάσκειν D.45.26
.
См. также в других словарях:
ὠφελίμων — ὠφέλιμος helping fem gen pl ὠφέλιμος helping masc/neut gen pl ὠφέλιμος helping masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων — Μορφωτικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος. Τον ίδρυσε το 1899 ο Δημήτριος Βικέλας, με την ηθική και πνευματική υποστήριξη πολλών λόγιων της εποχής. Ο ποιητής Γ. Δροσίνης διατέλεσε πρώτος γραμματέας του. Το Βικέλα ώθησε στην ίδρυση του Συλλόγου, ο… … Dictionary of Greek
Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων — Μηνιαίο περιοδικό Αμερικανών ιεραποστόλων που κυκλοφορούσε στα ελληνικά στη Σμύρνη (1837 44). Η ύλη του ήταν καθαρά εγκυκλοπαιδική, γι’ αυτό και το περιοδικό γνώρισε πολλές ανατυπώσεις τόμων ή άρθρων του … Dictionary of Greek
Αποθήκη των ωφελίμων και τερπνών γνώσεων — Εικονογραφημένο μηνιαίο περιοδικό που ιδρύθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1847 και εκδόθηκε έως το τέλος του 1848. Διευθυντής και εκδότης του περιοδικού ήταν ο Ιάκωβος Πιτζιπιός από τη Χίο. Το περιοδικό δημοσίευε εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου… … Dictionary of Greek
Demetrius Vikelas — 1st President of the International Olympic Committee In office 1894–1896 Succeeded by Pierre de Coubertin … Wikipedia
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek
Андрей Первозванный — У этого термина существуют и другие значения, см. Андрей Первозванный (значения). Запрос «святой Андрей» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Запрос «святой Андрей» перенаправляется сюда. В Википедии есть статьи о кораблях «Святой… … Википедия
Онисим (апостол от 70) — Апостол Онисим греч. Ονήσιμος … Википедия
Стахий — Апостол Стахий греч. Στάχυς … Википедия
Демофил (архиепископ Константинопольский) — Демофил Δημόφιλος 32 й архиепископ Константинопольский начало 370 26 ноября 380 … Википедия
Диоген (епископ Византийский) — В Википедии есть статьи о других людях с именем Диоген (значения). Диоген греч. Διογένης 7 й … Википедия