Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀπ'+ἀρχῆς

  • 1 начало

    нача́л||о
    с
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἔναρξις, ἡ ἀπαρχή, τό ἀρχίνισμα:
    \начало работы ἡ Εναρξη τής ἐργασίας· с самого \началоа ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· с \началоа до конца ἀπ· ἀρχής μέχρι τέλους· в \началое января στίς ἀρχές τοῦ Γενάρη· в \началое года στήν ἀρχή τοῦ ἔτους· на новых \началоах πάνω σέ νέες βάσεις, ἐπί νέων βάσεων вести \начало πηγάζω, προέρχομαι· брать \начало от... προέρχομαι..., πηγάζω·..· давать \начало чему́-л. κάμνω ἀρχή κάποιου πράγματος, θεμελιώνω κάτι· для \началоа γιά ν' ἀρχίσουμε·
    2. (основа, источник) ἡ ἀρχή:
    организующее \начало ἡ ὁργανωτική δύναμη·
    3. \началоа мн. (основные положения) βάσεις:
    \началоа химии βάσεις τής χημείας·
    4. \началоа мн. (способы, методы) ἡ ἄρχή. ἡ βάσνς:
    на социалистических \началоах σέ σοσιαλιστικές βάσεις· работать на коллективных \началоах ἐργάζομαι κολλεκ-τιβίστικα· ◊ быть под \началоом у кого-л. εὐρίσκομαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· лиха беда \начало погов. ἡ ἀρχή εἶναι δύσκολη.

    Русско-новогреческий словарь > начало

  • 2 заново

    επίρ.
    εκ νέου, πάλι, ξανά. || εξ αρχής, απ αρχής, από την αρχή. || με νεο τρόπο, όχι όπως πρώτα, αλλιώτικα, διαφορετικά.

    Большой русско-греческий словарь > заново

  • 3 начало

    α.
    1. αρχή•

    начало пути αρχή του δρόμου•

    начало и конец αρχή και τέλος•

    брать начало αρχίζω.

    2. έναρξη, ξεκίνημα•

    начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•

    в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•

    начало спектакля έναρξη θεάματος.

    3. βάση, θεμελιώδης αρχή•

    социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•

    коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•

    начало равенства αρχή της ισότητας•

    на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.

    4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•

    -а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.

    5. αιτία•

    праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.

    6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•

    первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.

    εκφρ.
    в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•
    с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•
    с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•
    доброе начало – половина делаπαρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•
    под -ом – υπο τις διαταγές•
    по -у – από την αρχή, εξ αρχής.

    Большой русско-греческий словарь > начало

  • 4 принципиальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    της αρχής, των αρχών•

    принципиальный вопрос ζήτημα αρχής•

    -ые противоречил αντιθέσεις αρχών•

    -ая политика πολιτική αρχών•

    принципиальный человек άνθρωπος με αρχές.

    Большой русско-греческий словарь > принципиальный

  • 5 Afresh

    adv.
    From the beginning: P. and V. ἐξ ἀρχῆς, πʼ ἀρχῆς, ἐξ παρχῆς; see Again.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Afresh

  • 6 Beginning

    subs.
    P. and V. αρχή, ἡ.
    With defining genitive: Ar. and V. εἰσβολή, ἡ.
    Starting point: P. and V. φορμή. ἡ.
    Source, origin: P. and V. πηγή, ἡ (Plat.).
    Prelude: P. and V. προοίμιον, τό, V. φροίμιον. τό.
    Be the beginning of: P. and V. ἄρχειν (gen.), πάρχειν (gen.).
    This day will be the beginning of sore trouble for the Greeks: P. ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει (Thuc. 2, 12).
    This day has been the beginning of many troubles for the house of Œdipus: V. πολλῶν ὑπῆρξεν Οἰδίπου κακῶν δόμοις τοδʼἦμαρ (Eur., Phoen. 1581).
    From the beginning: P. and V. ἐξ ἀρχῆς, ἐξ παρχῆς, πʼ ἀρχῆς, V. ἀρχῆθεν (Soph., frag.), P. ἄνωθεν.
    In the beginning, originally: P. and V. τὸ ἀρχαῖον, P. κατʼ ἀρχάς.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beginning

  • 7 заново

    заново
    нареч (вновь) ξανά, ἐκ νέου, πάλι(ν) / ἀπό τήν ἀρχή, ἐξ ἀρχής (сначала).

    Русско-новогреческий словарь > заново

  • 8 красный

    красн||ый
    прил в разн. знач. κόκκινος, ἐρυθρός:
    Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός, ὁ 'Ερυθρός Στρατός· \красныйое знамя ἡ κόκκινη σημαία, ἡ ἐρυθρά σημαία· \красныйая гли́на τό κοκκινόχωμα, ἡ ἐρυθρά ἄργιλλος· \красныйая капуста τό κόκκινο λάχανο· \красный перец τό κόκκινο πιπέρι· ◊ \красныйая доска ὁ κόκκινος πίνακας, ὁ πίνακας τιμής· \красный уголо́к ἡ κόκκινη γωνιά, ἡ αίθουσα (δωμάτιο) ἐκπολιτισμοῦ· \красныйое вино τό μαΰρο (или τό κόκκινο) κρασί· \красныйое дерево τό ἀνακάρδιο, τό μαόνι, τό ἀκάϊον \красныйая рыба τό κοκκινόψα-ρο, τό ἐρυθρόψαρο· \красныйая строка ἡ νέα παράγραφος· с \красныйой строки ἀρχίζω μέ νέα παράγραφο· \красныйая цени ἡ καλή τιμή· \красныйая девица ἡ ὀμορφη κοπέλλα, ἡ λυγερή· Красная Шапочка (в сказке) ἡ Κοκκινοσκουφίτσα· ради \красныйого словца разг γιά νά κάνει πνεύμα· проходить \красныйой ни́тыо διαποτίζω ἀπ' ἀρχής μέχρι τέλους, προβάλλω, κυριαρχώ· долг платежом красен погов. -г·· τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο.

    Русско-новогреческий словарь > красный

  • 9 принципиальный

    принципиальный
    прил:
    \принципиальныйый вопрос ζήτημα ἀρχής· \принципиальныйый человек ἄνθρωπος μέ ἀρχές· \принципиальныйое согласие ἡ κατ' ἀρχήν συγκατάθεση.

    Русско-новогреческий словарь > принципиальный

  • 10 присвоение

    присвоение
    с
    1. (захват) ἡἰδιοποίηση [-ις], ὁ σφετερισμός, ἡ οίκειοποίηση [-ις]:
    незаконное \присвоение ἡ παράνομη οἰκειοποίηση, ὁ σφετερισμός· \присвоение власти ἡ ἀντιποίησις ἀρχής·
    2. (звания) ἡ ἀπονομή (βαθμοῦ, ἀξιώματος).

    Русско-новогреческий словарь > присвоение

  • 11 самый

    са́м||ый
    мест.
    1. (в смысле «именно), <исак раз») αὐτός ὁ ἰδιος, ὁ ἰδιος, αὐτός ούτος:
    тот же \самый αὐτός ὁ ἰδιος· это то же \самыйое εἶναι ἕνα καί τό αὐτό, τό ίδιο· с \самыйого начала ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· около \самыйого дома δίπλα ἀκριβώς στό σπίτι·
    2. (в смысле «сам по себе») αὐτός καθ' ἐαυτός:
    \самый факт появления этой книги меня удивил τό γεγονός καί μόνο τής ἐκδοσης αὐτοδ τοδ βιβλίου μέ ἐξέ· πληξε·
    3. (для образования превосх. ст.) ὁ πιό, ὁ πλέον:
    \самый высокий ὁ πιό (^ψηλός· это \самый холодный день εἶναι ἡ πιό κρύα μέρα· ◊ в \самый раз разг ἀκριβως· в \самыйом деле, на \самыйом деле πραγματι-κά [-ῶς], τῶ δντι, στήν πραγματικότητα· в \самыйом деле? ἀλήθεια;

    Русско-новогреческий словарь > самый

  • 12 civil disobedience

    noun (a refusal by a large number of people to pay taxes or obey certain laws in a nonviolent way in order to protest against the government, its policies etc.) απείθεια κατά της αρχής

    English-Greek dictionary > civil disobedience

  • 13 on principle

    (because of one's principles: I never borrow money, on principle.) για λόγους αρχής

    English-Greek dictionary > on principle

  • 14 анархия

    θ.
    αναρχία, ακυβερνησία, έλλειψη αρχής, εξουσίας. || έλλειψη συστηματικής οργάνωσης•

    анархия производства αναρχία παραγωγής, αταξία, ακαταστασία, χάος.

    Большой русско-греческий словарь > анархия

  • 15 вакансия

    θ.
    χηρεία θέσης, αρχής. || κενή θέση εκπαιδ. Ιδρύματος για σπουδαστή.

    Большой русско-греческий словарь > вакансия

  • 16 наперво

    επίρ.
    (απλ.) στην αρχή, αρχικά•

    прво— από μιας αρχήρ, ευθύς εξ αρχής, αμέσως από την αρχή.

    Большой русско-греческий словарь > наперво

  • 17 починный

    επ.
    της καλής αρχής, του σεφτέ•

    -покупатель ο πρώτος αγοραστής (που κάνει την καλή αρχή).

    Большой русско-греческий словарь > починный

  • 18 присвоить

    -ою -оишь ρ.σ.μ.
    1. ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι αντιποιούμαι•

    присвоить чуяую мысль ιδιοποιούμαι τη γνώμη άλλου•

    присвоить себе власть αντιποιούμαι της αρχής•

    присвоить находку σφετερίζομαι εύρημα.

    2. απονέμω, ονομάζω• παρέχω•

    присвоить звание майора ονομάζω ταγματάρχη ή απονέμω το βαθμό του ταγματάρχη•

    закон -ил большие преимущества этой должности ο νόμος έδοσε (παρέσχε) πολλά προνόμια σ αυτό το αξίωμα.

    ρ.δ. παλ. βλ. присвоить.
    ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι σφετερίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > присвоить

  • 19 притязать

    ρ.δ. παλ. αξιώνω, απαιτώ, διεκδικώ• αντιποιούμαι•

    притязать на наследство εγείρω αξιώσεις για την κληρονομιά•

    притязать на власть αντιποιούμαι της αρχής (εξουσίας).

    || επιδιώκω, αποβλέπω, αποσκοπώ, έχω βλέψεις.

    Большой русско-греческий словарь > притязать

  • 20 самый

    αντων. οριστική.
    1. ο ίδιος (εντελώς, ακριβώς)•

    с -ого начала εντελώς από την αρχή, ευθύς εξ αρχής, απαρχής, αποξαρχής•

    тот же самый εκείνος ο ίδιος ακριβώς•

    это то же самыйое αυτό είναι ακριβώς το ίδιο, ένα και το αυτό•

    у -ого моря στην άκρη (ακτή) της θάλασσας•

    -ая середина ακριβώς η μέση.

    || παλ. εκείνος ακριβώς•

    в самый час απάνω στην ώρα•

    в -ю минуту απάνω στο λεφτό.

    2. αυτός καθ εαυτός•

    самый этот факт меня не радует αυτή καθ εαυτή η πράξη δε με χαροποιεί.

    3. σχηματίζει τον υπερθ. β. των επ. ο πιο•

    самый красивый ο πιο όμορφος•

    самый быстрый ο πιο γρήγορος ή ταχύς.

    εκφρ.
    в -ом деле – α) στην πραγματικότητα, β) πραγματικά, αλήθεια, αληθινά•
    на -ом деле – στην πραγματικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > самый

См. также в других словарях:

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • Ἀρχῆς καλῆς κάλλιστον εἶναι καὶ τέλος. — См. Добрый конец, всему делу венец …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀρχῆς — ἀρχή beginning fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρχῃς — ἄρχω to be first pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κακῆς ἀπ’ ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. — См. Плохое началишко не к доброму концу …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • περιύβριση αρχής — Έγκλημα που διαπράττει όποιος εξυβρίζει, συκοφαντεί και γενικά εκ φράζεται περιφρονητικά για μια αρχή: δημόσια, δημοτική ή κοινοτική. Η π. α. προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο. Ο νόμος, τιμωρώντας την, έχει ως σκοπό να προστατέψει την… …   Dictionary of Greek

  • начало — НАЧАЛ|О (508), А с. 1.Начало, основание, происхождение: ѿ саторьнила же начало ѥреси имѹще. КР 1284, 362а; сниде к намъ с҃нъ б҃ии. безначальныи. бес конца и без начала. ПрЛ XIII, 106б; •а•˫а не(д)лѧ сѹщи въ начало створени˫а ΓΑ XIII–XIV, 139а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • επιλεκτάρχης — ἐπιλεκτάρχης, ὁ (Α) αρχηγός σώματος επίλεκτων στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεκτος (< επι λέγω) + άρχης (< άρχω), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. γυμνασι άρχης, εργοστασι άρχης, κομματ άρχης)] …   Dictionary of Greek

  • θιασάρχης — ο (Α θιασάρχης) νεοελλ. αυτός που διευθύνει θίασο, αρχηγός θιάσου ηθοποιών αρχ. αρχηγός θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, ιδίως κατά τις εορτές προς τιμήν τού Βάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θίασος + άρχης*… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»