-
1 θωραξ
1) доспех (преимущ. нагрудный), панцирь, броня(χάλκεος Hom.; ὁπλιτικός Plat.)
2) защита, прикрытие, оплот(τοῦτο τὸ τεῖχος θ. ἐστί Her.)
3) (часть тела, покрываемая панцирем, т.е.) грудь или туловище(ἐν τοῖς στήθεσι καὴ τῷ καλουμένῳ θώρακι Plat.; τὸ ἀπ΄ αὐχένος μέχρι αἰδοίων κύτος καλεῖται θ. Arst.)
ἔχων θώρακα ἄριστον. - Πῶς δ΄ ἂν μαχέσαιτο παγκράτιον θώρακα ἔχων ; Arph. ( игра на двух значениях слова θ.) — (у Эфудиона несмотря на старость), могучая грудь. - Но разве в панкратии ( всеборье) он будет бороться в нагруднике?4) ( у ракообразных) головогрудь Arst.
См. также в других словарях:
κύτος — το (Α κύτος) 1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.) 2. το κοίλο μέρος τού πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει… … Dictionary of Greek