-
101 ἑτοιμότατοι
ἑτοῑμότατοι, ἑτοῖμοςat hand: masc nom /voc superl pl (attic)ἑτοῑμότατοι, ἑτοῖμοςat hand: masc nom /voc superl pl (attic) -
102 ετοιμότατος
ἑτοῑμότατος, ἑτοῖμοςat hand: masc nom superl sg (attic)ἑτοῑμότατος, ἑτοῖμοςat hand: masc nom superl sg (attic) -
103 ἑτοιμότατος
ἑτοῑμότατος, ἑτοῖμοςat hand: masc nom superl sg (attic)ἑτοῑμότατος, ἑτοῖμοςat hand: masc nom superl sg (attic) -
104 ετοιμότερα
ἑτοῑμότερα, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc comp pl (attic)ἑτοῑμότερα, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc comp pl (attic) -
105 ἑτοιμότερα
ἑτοῑμότερα, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc comp pl (attic)ἑτοῑμότερα, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc comp pl (attic) -
106 ετοιμότεραι
ἑτοῑμότεραι, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc comp pl (attic)ἑτοῑμότεραι, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc comp pl (attic) -
107 ἑτοιμότεραι
ἑτοῑμότεραι, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc comp pl (attic)ἑτοῑμότεραι, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc comp pl (attic) -
108 ετοιμότεροι
ἑτοῑμότεροι, ἑτοῖμοςat hand: masc nom /voc comp pl (attic)ἑτοῑμότεροι, ἑτοῖμοςat hand: masc nom /voc comp pl (attic) -
109 ἑτοιμότεροι
ἑτοῑμότεροι, ἑτοῖμοςat hand: masc nom /voc comp pl (attic)ἑτοῑμότεροι, ἑτοῖμοςat hand: masc nom /voc comp pl (attic) -
110 ετοιμότερος
ἑτοῑμότερος, ἑτοῖμοςat hand: masc nom comp sg (attic)ἑτοῑμότερος, ἑτοῖμοςat hand: masc nom comp sg (attic) -
111 ἑτοιμότερος
ἑτοῑμότερος, ἑτοῖμοςat hand: masc nom comp sg (attic)ἑτοῑμότερος, ἑτοῖμοςat hand: masc nom comp sg (attic) -
112 ετοίμα
ἑτοί̱μᾱ, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc /acc dual (attic)ἑτοί̱μᾱ, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
113 ἑτοίμα
ἑτοί̱μᾱ, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc /acc dual (attic)ἑτοί̱μᾱ, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
114 ετοίμας
ἑτοί̱μᾱς, ἑτοῖμοςat hand: fem acc pl (attic)ἑτοί̱μᾱς, ἑτοῖμοςat hand: fem gen sg (attic doric aeolic) -
115 ἑτοίμας
ἑτοί̱μᾱς, ἑτοῖμοςat hand: fem acc pl (attic)ἑτοί̱μᾱς, ἑτοῖμοςat hand: fem gen sg (attic doric aeolic) -
116 ετοίμη
ἑτοί̱μη, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἑτοί̱μῃ, ἑτοῖμοςat hand: fem dat sg (attic epic ionic) -
117 ετοίμοις
ἑτοί̱μοις, ἑτοῖμοςat hand: masc /neut dat pl (attic)ἑτοί̱μοις, ἑτοῖμοςat hand: masc /fem /neut dat pl (attic) -
118 ἑτοίμοις
ἑτοί̱μοις, ἑτοῖμοςat hand: masc /neut dat pl (attic)ἑτοί̱μοις, ἑτοῖμοςat hand: masc /fem /neut dat pl (attic) -
119 ετοίμου
ἑτοί̱μου, ἑτοῖμοςat hand: masc /neut gen sg (attic)ἑτοί̱μου, ἑτοῖμοςat hand: masc /fem /neut gen sg (attic) -
120 ἑτοίμου
ἑτοί̱μου, ἑτοῖμοςat hand: masc /neut gen sg (attic)ἑτοί̱μου, ἑτοῖμοςat hand: masc /fem /neut gen sg (attic)
См. также в других словарях:
ἑτοῖμος — at hand masc nom sg ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
ἕτοιμος — ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc nom sg (attic) ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο 1. για πρόσωπα, ο προετοιμασμένος για κάτι: Είναι όλα τα παιδιά έτοιμα για την εκδρομή. 2. ο πρόθυμος να κάνει κάτι ή να πάθει κάτι, ο τολμηρός, ο αποφασιστικός: Είμαι έτοιμος για όλα, αν χρειαστεί. 3. για πράγματα, αυτός που είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑτοῖμον — ἑτοῖμος at hand masc acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg ἑτοῖμος at hand masc/fem acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμα — ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμοι — ἑτοῖμος at hand masc nom/voc pl ἑτοῖμος at hand masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμαι — ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότατ' — ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότερον — ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand masc acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕτοιμ' — ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc voc sg (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc/fem voc sg (attic) ἕτοῑμαι , ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)