Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀνῆκεν

См. также в других словарях:

  • ἀνῆκεν — ἀνήκω to have come up to imperf ind act 3rd sg ἀνίημι send up aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обльжити — ОБЛЬЖ|ИТИ (2*), ОУ, ИТЬ гл. 1.Облегчить чтол., сделать менее тяжелым: (ко)рабленици влающесѧ мещють да ѡбльжать бремѧ и спасутсѧ. (ἵνα… ἐλαφρώσωσιν) ГБ XIV, 168а. 2. Перен. Оставить, отпустить, дав облегчение (о болезни): абиѥ и болѥсть ѡбльжи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • SOTER — I. SOTER Graece Σωτηρ, ita magnum, teste Cicerone Orat. 7. seu Act. 4. Verr. ut Latinô verbo exprimi non possu; Is est nimirum Soter, qui salutem dedit. Nempe ut censer Becmannus de Origin. L. L. in voce Iuppiter: servivit causae suae (Tullius,)… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανίημι — ἀνίημι (Α) 1. στέλνω προς τα πάνω («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, Ὅμηρος, «ἀφρὸν ἀνίημι», βγάζω αφρό Αισχύλος) 2. αναδίδω, βγάζω, κάνω να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη 3. (για γυναίκα) γεννώ 4. κάνω ν ανέβει στην επιφάνεια (από τον… …   Dictionary of Greek

  • επαρχικός — ἐπαρχικός, ή, όν (Α) [έπαρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική εξουσία») 2. αυτός που ζει, κατοικεί στην επαρχία («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • μηλόβοτος — μηλόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + βοτος (< βόσκω),… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»