-
1 appartenir
ανήκω -
2 náležet
ανήκω -
3 patřit
ανήκω -
4 příslušet
ανήκω -
5 belong
ανήκω -
6 należeć
ανήκω -
7 принадлежать
1. (быть чьим-л. достоянием) ανήκω 2. (быть свойственным, присущим кому-, чему-л.) αφορώ, ανήκω 3. (входить в состав кого-, чего-л., быть частью чего-л.) μπαίνω, ανήκω, είμαι κτήμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принадлежать
-
8 принадлежать
принадлежатьнесов1. (кому-л.) ἀνήκω, ὑπάγομαι·2. (относиться к чему-л.) ἀνήκω:\принадлежать к числу́... ἀνήκω στον ἀρι-θμό... -
9 принадлежать
-
10 считать
считать 1ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. считзняый, βρ: -тэл, -а, -о.1. αριθμώ μετρώ•считать до десяти μετρώ ως τα δέκα.
2. μ. λογαριάζω•считать деньги μετρώ τα χρήματα•
считать овец μετρώτα πρόβατα•
считать на счтах λογαριάζω στο αριθμητήριο•
считать температуру μετρώ τη θερμοκρασία•
считать в километрах μετρώ σε χιλιόμετρα.
|| μτφ. (ανα) θυμούμαι, αναλογίζομαι•считать обиды αναλογίζομαι τις προσβολές•
считать зло θυμούμαι το κακό ή την κακία.
3. υπολογίζω. || θεωρώ, νομίζω, φρονώ• εκλαμβάνω•, что он прав νομίζω ότι αυτός έχει δίκιο•его считатьли умершим τον είχαν για πεθαμένο•
нас за ни кого не -ют μας έχουν (θεωρούν) για τίποτε•
считать своим долгом θεωρώ καθήκον μου.
εκφρ.считать дни, часы, минуты – μετρώ τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά (περιμένω ανυπόμονα)•считать звзды – μετρώ τ αστέρια: α) ονειροπολώ, β) χαζεύω.1. μετρώ, λογαριάζω. || λογαριάζομαι, κάνω λογαριασμό με κάποιον. || βρίσκω λογαριασμό•считать нельзя να βρω λογαριασμόείναι αδύνατο (για πλήθος αντικειμένων).
2. λαβαίνω (παίρνω) υπ όψη. || υπολογίζομαι, υπολήπτομαι.3. θεωρούμαι, λογίζομαι.4. ανήκω, είμαι γραμμένος στη δύναμη•я -юсь во втором батальоне ανήκω στο δεύτερο τάγμα.
5. μετριέμαι, αριθμούμαι• λογαριάζομαι.считать 2ρ.σ.μ. διαβάζω, συγκρίνω κείμενο•считать гранку с рукописью συγκρίνω το δοκίμιο με το χειρόγραφο.
-
11 относиться
1. мат. βρίσκομαι σε σχέση μεА -ся к В как В -ся к Г το Α έχει σχέση με το Β όμοια (με τη σχέση) του Β με το Γ2. (входить в состав кого-, чего-л.) συμπεριλαμβάνομαι, ανήκω, απαρτίζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > относиться
-
12 be in the minority
(to be in the smaller of two groups: Women were in the minority at the meeting.) ανήκω στη μειοψηφία,μειοψηφώ -
13 belong
[bi'loŋ]1) ((with to) to be the property of: This book belongs to me.) ανήκω2) ((with to) to be a native, member etc of: I belong to the sailing club.) είμαι κάτοικος/μέλος3) ((with with) to go together with: This shoe belongs with that shoe.) πηγαίνω (με)• -
14 принадлежать
[πριναντλιζάτ'] Ρ ανήκω -
15 принадлежать
[πριναντλιζάτ'] ρ ανήκω -
16 область
-и, γεν. πλθ. -и θ.1. περιοχή•северные -и европы οι βόρειες περιοχές της Ευρώπης.
|| διοικητική περιοχή•автономная область αυτόνομη περιοχή•
ленинградская область η περιοχή του Λένινγκραντ.
|| (προεπαν.) νομός.2. ζώνη•тропическая область εύκρατη ζώνη •область вечной мерзлоты κατεψυγμένη ζώνη.
3. (ανατ.) χώρα, χώρος•боль в -и сердца πόνος στην καρδιακή χώρα.
4. τομέας, κλάδος• σφαίρα•область в -и науки и техники στον τομέα της επιστήμης και της τεχνικής.
εκφρ.отойти в область предания ή воспоминаний и т. п. – ανάγομαι (ανήκω) στο παρελθόν, στην ιστορία, σβήνω, χάνομαι. -
17 относить
относить 1-ошу, -осишьρ.δ.βλ. отнести.относить 2-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отношенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ. δε φορώ πιά, παύω να φορώ (ένδυμα, υποδήματα).1. βλ. отнестись.2. συμπεριλαμβάνομαι, -βαίνομαι, συγκαταλέγομαι• ανήκω•летучая мышь -ится к классу млекопитающих η νυχτερίδα ανήκει στην τάξη των θηλαστικών.
3. έχω σχέση, σχετίζομαι αναφέρομαι.4. απευθύνομαι, προορίζομαι.5. (γΐ•α χρόνο) ανάγομαι.6. αφορώ•это ко мне не -ится αυτό δεν αφορά εμένα.
7. (μαθ.) σχετίζομαι. -
18 отойти
отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл-шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,επιρ. μτχ. отойдяρ.σ.1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.
|| διανύω απόσταση•отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.
|| φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.
3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.
4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•от темы απομακρύνομαι από το θέμα.
5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•
отойти от места αφήνω τη θέση.
|| παύω να ασχολούμαι, παρατώ.6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•
обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•
отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.
8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.
|| χρησιμοποιούμαι για κάτι.10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•мода -шла -η μόδα πέρασε•
лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.
11. πεθαίνω, αποβιώνω.12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.
εκφρ.отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίςαφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•отойти от господ (на волю) ή отойти на волю – παλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει. -
19 принадлежать
-жу, -жишьρ.δ.1. ανήκω•книга -ит библиотеке το βιβλίο είνα της βιβλιοθήκης•
дом -ит брату το σπίτι είναι του αδερφού.
2. έχω•спорту -ит большое будущее ο αθλητισμός έχει μεγάλο μέλλον.
-
20 прошлый
επ.1. περασμένος, παρελθών• προηγούμενος•на -ой неделе την περασμένη βδομάδα•
в -ом году τον περασμένο χρόνο (πέρσι).
2. ουσ. -ое ουδ. το παρελθόν•далкое -ое το μακρινό (απώτερο) παρελθόν:
εκφρ.дело –ое – παλαιά υπόθεση (χωρίς σημασία)•отойти в -ое – ανήκω στο παρελθόν.
См. также в других словарях:
ανήκω — ανήκω, ανήκα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανήκω — και πρτ. ανήκα (χωρίς άλλους χρόνους) 1. είμαι κτήμα κάποιου: Το σπίτι αυτό ανήκει σε μένα. 2. είμαι αντικείμενο δικαιώματος ή ευθύνης κάποιου: Πίστευε πως ανήκε πρώτα στην πατρίδα κι ύστερα στην οικογένειά του. 3. ανάγομαι, αναφέρομαι: Αυτά πια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνήκω — ἀ̱νήκω , ἀνέω perf subj act 1st sg (doric aeolic) ἀνήκοος without hearing masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνήκω to have come up to pres subj act 1st sg ἀνήκω to have come up to pres ind act 1st sg ἀνίημι send up aor ind mid 2nd sg ἀνίημι send up… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήκω — (Α ἀνήκω) [ήκω] 1. είμαι κτήμα, ιδιοκτησία, εξάρτημα κάποιου 2. έχω σχέση, αναφέρομαι κάπου ή σε κάτι 3. είμαι κατάλληλος, αρμόζω, ταιριάζω αρχ. 1. φθάνω σε ένα σημείο, σε κάποιο ύψος, ανεβαίνω 2. (για πράγματα) καταντώ, καταλήγω κάπου, σημαίνω… … Dictionary of Greek
ἀνῆκον — ἀνήκω to have come up to imperf ind act 3rd pl ἀνήκω to have come up to imperf ind act 1st sg ἀνήκω to have come up to pres part act masc voc sg ἀνήκω to have come up to pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαρθενεύω — ανήκω σε κάποιον («από το σπίτι σού απαρθενεύει το μισό». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. appartenere «ανήκω» (πρβλ. και γαλλ. appartenir) με παρετυμολογική σύνδεση προς το παρθένος, α] … Dictionary of Greek
ἀνηκόντων — ἀνήκω to have come up to pres part act masc/neut gen pl ἀνήκω to have come up to pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήκοντα — ἀνήκω to have come up to pres part act neut nom/voc/acc pl ἀνήκω to have come up to pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήκοντι — ἀνήκω to have come up to pres part act masc/neut dat sg ἀνήκω to have come up to pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήκουσι — ἀνήκω to have come up to pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνήκω to have come up to pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήκουσιν — ἀνήκω to have come up to pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνήκω to have come up to pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)