Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀνὴρ+δ'+ἐπ'+ἀνδρὶ+στάς

  • 1 Lock

    subs.
    Ar. and V. κλῇθρα, τά.
    Bolt for fastening: P. and V. μοχλός, ὁ.
    Lock of hair: Ar. and V. πλόκαμος, ὁ, βόστρυχος, ὁ, V. πλόκος, ὁ, φόβη, ἡ.
    A lock of shorn hair: V. κουρὰ τριχός, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. κλῄειν, συγκλῄειν, ποκλῄειν, Ar. and P. κατακλῄειν; see keep.
    Foot locked with foot, and foeman fronting foe: V. ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδὶ ἀνὴρ δʼ ἐπʼ ἀνδρὶ στάς (Eur., Heracl. 836).
    Locked in one another's arms: V. ἐπʼ ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι (Soph., O.C. 1620).
    Lock in: P. and V. εἴργειν, κατείργειν, ἐγκλῄειν (Plat.), V. συνείργειν.
    Lock out: P. and V. εἴργειν, ἐξείργειν, πείργειν, ἐκκλῄειν, ποκλῄειν.
    Lock together: P. and V. συγκλῄειν.
    Lock up: P. and V. ἐγκλῄειν; see lock in.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lock

См. также в других словарях:

  • καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»