-
1 αναπαλιν
adv.1) обратно, в обратном порядке или направлении(ἰέναι Plat.; στραφῆναι Arst.)
τέν ἀναλογίαν ἀ. ἔχειν Arst. — быть обратно пропорциональным2) опять, сызнова(λέγειν τι Plat.)
-
2 αναστρεφω
1) переворачивать, опрокидывать(δίφρους Hom.; ἔμβαμμα Xen.)
ἀ. τέν καρδίαν Xen. — вызывать тошноту (ср. 3)2) поворачивать, вращать(ὄμμα κύκλῳ Eur.; τὸν κόσμον Plat.)
ἐμοὴ τοῦτ΄ ἀνέστραπται Xen. — у меня дело обстоит наоборот3) в корне изменять(τὰ τῆς Ἑλλάδος πράγματα Isocr.; γνώμην Plat.)
ἀ. τέν καρδίαν τινός Plut. — вызывать переворот в чьей-л. душе (ср. 1)4) поворачиваться(πάλιν ὀπίσω Plut.)
ἀναστρέφαντες ἐπὴ δόρυ Xen. — сделав поворот направо5) возвращать(τινὰ ἐξ Ἅιδου Soph.)
ἀναστρέφαι πόδα Eur. — вернуться6) возвращаться(ἀπὸ τῶν νεῶν Thuc.; ἐκ Φοινὴκης Xen.; ἀπὸ τῆς διώξεωζ Plut.)
φράσον μοι τοῦτ΄ ἀναστρέφαζ πάλιν … Aesch. — вернись к своему рассказу и скажи мне …7) возобновлять, повторять(πάλιν τὸν λόγον Plat.)
πάλιν ἀναστρέφαι τινὴ δίκην Eur. — вновь наказать кого-л.8) перекапывать(τέ πόαν Xen.)
ὄροζ ἀνεστραμμένον Her. — изрытая гора9) med.-pass. переходить, переселяться, прибывать(ἄλλην γαῖαν Hom.)
10) med.-pass. пребывать, находиться, оставаться(ἐν Ἄργει Eur.; περὴ τέν Ἐπίδαυρον Thuc.)
ἀ. ἐν φανερῷ Xen., ἐν μέσῳ Plat. и ἐν ὀφθαλοῖζ Plut. — быть на глазах (у всех), открыто показываться;11) med.-pass. вести себя, поступать(ὡς δεσπόηζ Xen.; θρασέωζ εἴζ τινα Polyb.; ἀσεβῶζ Plut.)
12) грам. делать анастрофу (см. ἀναστροφή См. αναστροφη) -
3 αναθυαω
-
4 ανακαλεω
Trag. тж. ἀγκαλέω преимущ. med.1) звать, называть, именовать(τινας ὀνομαστί Thuc., Xen.; τινα ἀδελφόν Plat.): (Ἕλληνας) Δαναοὺς καὴ Ἀργείους καὴ Ἀχαιοὺς ἀνακαλεῖ Thuc. ( Гомер) именует греков данайцами, аргивянами и ахейцами
2) звать, призывать(θεούς Her., Soph., Eur.; προγόνους Dem.; μεγάλῃ βοῇ τινα Plut.)
ἀνακαλεῖς με τίνα βοάν ; Eur. — зачем ты так громко зовешь меня?;ἀ. τινα Lys. — вызывать кого-л. (к себе)3) звать обратно, отзывать(πεφευγότας Plat.; sc. τὸν στρατηγόν Thuc.)
ἀνακληθεὴς εἰς Ῥώμην Polyb. — будучи отозван в Рим;ἀνακαλέσασθαι τῇ σάλπιγγι Xen. — приказать трусить отступление;τὸ ἅπαξ πεσὸν θανάσιμον αἷμα τίς ἂν πάλιν ἀγκαλέσαιτο ; Aesch. — кто вернет пролитую однажды кровь? т.е. кто может воскресить убитого?4) подбодрять криком, поощрять(τινα τοῖς ἐπαίνοις Plut.)
; натравливать(κύνας ἐν θήρα Xen.)
5) исправлять, заглаживать(ἁμαρτήματα Lys.)
6) брать назад, отменять(τέν ὑπόσχεσιν Luc.)
-
5 αναπληροω
1) заполнять, восполнять(τὸ κενωθέν Plat.; τὸ προσλεῖπον Arst.; τὸ ὑπολεῖπον Plut.)
; пополнять(τοὺς διακοσίους Dem.; τέν βουλήν Plut.)
δώματ΄ ἀναπληροῦσθαι Eur. — наполнять свои дома, обогащаться2) замещатьἀ. τέν συνηγορίαν Plut. — исполнять обязанности защитника
3) доводить до концаἀ. τέν ἀλήθειαν Plut. — говорить всю правду начистоту
4) med. полностью платить(τέν προῖκα Dem.)
5) восстанавливать, воскрешать(τέν ἐλπίδα Plut.)
ὅ ἥλιος ἐξέλιπε καὴ πάλιν ἀνεπληρώθη Thuc. — произошло затмение солнца, а затем вновь показался полный солнечный диск6) насыщать, удовлетворять(τέν ὀργήν Dem.; τέν ἔνδειαν Arst.)
-
6 αναχωρεω
1) возвращаться назад(ἐπ΄ οἴκου Thuc.; πάλιν Plat.)
2) отступать, отходить(ἄψ Hom.; εἰς τοὐπίσω Lys., Plat.)
φυγῇ ἀ. Plat. — обратиться в бегство3) уходить, удаляться(μεγάροιο μυχόνδε Hom.; ἐς τἡν ἀκρόπολιν Her.)
ἀ. ὑπό τινος Her. — быть вытесняемым кем-л.;ἀ. ἐκ τῶν πραγμάτων Polyb. — уходить от дел;πολισμάτιον ἀνακεχωρηκος ἀπὸ τῆς θαλάττης Polyb. — городок, расположенный вдали от моря;τὰ ἀνακεχωρηκέναι τῆς γραφῆς Arst. — глубина (перспектива) рисунка4) воздерживаться, отказываться(εκ τινος Plat.)
5) переходить, наследоваться(ἥ βασιληιη ἀνεχώρεε ἐς τον παῖδα Her.)
См. также в других словарях:
ανάπαλιν — (Α ἀνάπαλιν) (Ν και τανάπαλιν) πίσω ξανά, πάλι πίσω, αντίθετα, αντίστροφα αρχ. 1. πάλι, ξανά, εκ νέου 2. με αντίθετο τρόπο, αντίθετα 3. αντίστροφα, ανάποδα 4. φρ. «ὁ ἀνάπαλιν λόγος», ο αντίστροφος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πάλιν] … Dictionary of Greek
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… … Dictionary of Greek
επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
АНАПОДИЗМ — [греч. ἀναποδισμός от ἀναποδίζω двигаться назад, возвращаться], вид визант. церковно певч. композиции эпохи калофонического пения. А., как и анаграмматизм (в рукописях эти термины часто смешиваются и взаимозаменяются), обозначает перестановку… … Православная энциклопедия