-
1 ανωμαλοτης
-
2 ανωμαλότης
-
3 ἀνωμαλότης
-
4 ἀνωμαλότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνωμαλότης
-
5 ἀνωμαλότης
-
6 ανωμαλότητα
-
7 ἀνωμαλότητα
-
8 ανωμαλότητι
-
9 ἀνωμαλότητι
-
10 ανωμαλότητος
-
11 ἀνωμαλότητος
См. также в других словарях:
ανωμαλότης — ἀνωμαλότης, η (Α) ανωμαλία … Dictionary of Greek
ἀνωμαλότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλότητα — ἀνωμαλότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλότητι — ἀνωμαλότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλότητος — ἀνωμαλότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)