-
1 ανωμαλία
ἀνωμαλίᾱ, ἀνωμαλίαunevenness: fem nom /voc /acc dualἀνωμαλίᾱ, ἀνωμαλίαunevenness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀνωμαλίαι, ἀνωμαλίαunevenness: fem nom /voc plἀνωμαλίᾱͅ, ἀνωμαλίαunevenness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀνωμαλία
Βλ. λ. ανωμαλία -
3 ἀνωμαλίᾳ
Βλ. λ. ανωμαλία -
4 ἀνωμαλία
ἀνωμᾰλ-ία, ἡ,A unevenness, irregularity, Pl.R. 547a, Arist.HA 495b2; of shape, Str.16.1.21; ἀ. τῶν στοιχείων, as cause of disease, Diocl.Fr.30: pl., Epicur.Ep.2p.53U.2 Astron., irregular motion, anomaly,ἀ. τῆς κινήσεως Gem.1.20
, cf. Ptol.Alm.3.3, etc.; ἀ. ἐκλειπτικαί, of the moon's orbit, Plu.Aem.17.II of conditions, irregularity,ἀ. καὶ ταραχή Isoc.2.6
;ἀ. τῆς κτήσεως Arist.Pol. 1270a15
;τύχης D.S.20.30
, cf. 18.59: pl., Vett.Val.38.17.III of persons, inconsistency, Aeschin.2.7 and 54, Plb.6.44.2, Plu.Alc.16; of style, unevenness, Id.2.45b.IV Gramm., deviation from rule, irregularity, title of work by Chrysipp., Stoic.2.6, cf. Gell.2.25, etc.; variety, diversity, Arist.GA 788a24, A.D.Adv.205.18.V indisposition, 'malaise', Hld.7.19, Gal.7.435.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνωμαλία
-
5 ανωμαλία
1) anomaly2) irregularityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανωμαλία
-
6 ανωμαλίας
ἀνωμαλίᾱς, ἀνωμαλίαunevenness: fem acc plἀνωμαλίᾱς, ἀνωμαλίαunevenness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἀνωμαλίας
ἀνωμαλίᾱς, ἀνωμαλίαunevenness: fem acc plἀνωμαλίᾱς, ἀνωμαλίαunevenness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ανωμαλίαι
ἀνωμαλίαunevenness: fem nom /voc plἀνωμαλίᾱͅ, ἀνωμαλίαunevenness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 ἀνωμαλίαι
ἀνωμαλίαunevenness: fem nom /voc plἀνωμαλίᾱͅ, ἀνωμαλίαunevenness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 ανωμαλίαν
-
11 ἀνωμαλίαν
-
12 ανωμαλιών
ἀνωμαλίαunevenness: fem gen plἀνωμαλίζωto be subject to vicissitude: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
13 ἀνωμαλιῶν
ἀνωμαλίαunevenness: fem gen plἀνωμαλίζωto be subject to vicissitude: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
14 ανωμαλίαις
-
15 ἀνωμαλίαις
-
16 ανωμαλίην
-
17 ἀνωμαλίην
-
18 συστηματικός
A of or like an organized whole, systematic, Plu.2.1142f, S.E. M.7.41, Anon. in Tht.15.6; σ. μέτρα forming a complete system, Heph.Poëm.3, etc.; cf.σύστημα 7
.II σ. ἀνωμαλία, of the pulse, opp. κατὰ μίαν πληγήν, Gal.8.502, 9.279; of the breathing, Id.7.800.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστηματικός
-
19 ταραχή
A disorder, physiological disturbance or upheaval, Sor.1.105, 2.59;τοῦ πνεύματος Id.1.46
; ἡ ἀπὸ τῆς φλεβοτομίας τ. Id.2.11; esp. of the bowels,τῆς κοιλίης Hp.Coac. 205
;οὐδὲ θόρυβόν τινα ἢ τ. ἐν τῇ κοιλίᾳ ποιεῖ Gal.6.825
.2 of the mind,αἱ φρενῶν ταραχαί Pi.O.7.30
; ἀνωμαλία καὶ τ. Isoc.2.6;ἐν πολλῇ τ. καὶ φόβῳ ὄντας Th.3.79
;τ. παρέχειν Pl.Phd. 66d
, cf. R. 602c; ἐν οἵαις ἦν τ. D.18.218; πολλὴν ἔχει τ. Arist.Pol. 1268b4;τ. μειρακιώδους μεστός Isoc.12.230
;ταραχῆς γέμων Epicur.Sent.17
, cf. Phld. Ir.p.56 W.(pl.); διανοίας ἰσχυρὰ τ. Sor.1.46;τὴν τ. τοῦ ὀφθαλμοῦ Thphr.Sens.81
.4 political confusion, tumult, and in pl. tumults, troubles,πολλὴ τ. περὶ τῶν τιμέων ἐγένετο Id.4.162
, cf. 6.5; ἐν τῇ τ. Id.3.150;αἱ τ. γεγενημέναι ἦσαν Lys.12.53
;τ. ἐγγίγνεταί τισι Is.4.5
;τ. ποιεῖν τισι Th.7.86
;ἐς τ. καθιστάναι τινάς Id.4.75
, cf. Isoc.6.107, etc.;εἰς τ. προκαθεῖναι τὴν πόλιν D.14.5
;ἐν τ. καθεστηκέναι Isoc.12.233
;ἐν ταραχαῖς εἶναι Id.4.138
;ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὴν πολιτείαν Pl.Alc.2.146b
, cf. Isoc.3.31;τ. καθίστατο τῶν ξυμμάχων πρὸς τὴν Λακεδαίμονα Th.5.25
, cf. D.18.18;τ. ἐμπίπτει Aeschin.3.81
; τ. διαλύειν, κατασβεννύναι, Isoc.4.134, X.Cyr.5.3.55; of rebellions or civil wars in Egypt, OGI90.20 ([place name] Rosetta), Wilcken Chr.9.11, 167.14, Mitteis Chr. 31 v 29 (all ii B.C.): = Lat. tumultus, Plu.Caes.33. -
20 ἀνωμαλότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνωμαλότης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνωμαλία — ἀνωμαλίᾱ , ἀνωμαλία unevenness fem nom/voc/acc dual ἀνωμαλίᾱ , ἀνωμαλία unevenness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλίᾳ — ἀνωμαλίαι , ἀνωμαλία unevenness fem nom/voc pl ἀνωμαλίᾱͅ , ἀνωμαλία unevenness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανωμαλία — Η έλλειψη ομαλότητας· αναστάτωση, ακαταστασία· εκτροπή από το κανονικό. (Αστρον.) αληθινή α. Η γωνία που σχηματίζει ο μεγάλος άξονας της ελλειπτικής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος (πλανήτης, δορυφόρος κλπ.) με την επιβατική ακτίνα του σώματος,… … Dictionary of Greek
ανωμαλία — η 1. η έλλειψη ομαλότητας: Ο τοίχος έχει πολλές ανωμαλίες. 2. εκτροπή από το κανονικό: Στο κείμενο αυτό υπάρχουν πολλές συντακτικές ανωμαλίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνωμαλίας — ἀνωμαλίᾱς , ἀνωμαλία unevenness fem acc pl ἀνωμαλίᾱς , ἀνωμαλία unevenness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλίαι — ἀνωμαλία unevenness fem nom/voc pl ἀνωμαλίᾱͅ , ἀνωμαλία unevenness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νανισμός — Ανωμαλία που χαρακτηρίζεται βασικά από μειωμένη ανάπτυξη του ύψους και του βάρους του σώματος, σε σχέση με τον φυσιολογικό μέσο όρο ανάπτυξης που μας παρέχεται από τις στατιστικές για μια ορισμένη φυλή, ηλικία και φύλο. Οι τιμές του αναστήματος… … Dictionary of Greek
ἀνωμαλίαν — ἀνωμαλίᾱν , ἀνωμαλία unevenness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτορχιδία — Ανωμαλία στη διάπλαση, που συνίσταται στη κατακράτηση του ενός ή και των δύο όρχεων μέσα στο κάτω μέρος της κοιλιάς ή στον βουβωνικό πόρο. Αναφέρεται και ως κρυψορχία. Οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές (ιδιαίτερα η αμφοτερόπλευρη κ.), ανατομικά… … Dictionary of Greek
παιδισμός — Ανωμαλία στην εξέλιξη της ωρίμασης του σώματος, του φύλου ή του ψυχισμού ενός ατόμου. Αυτός που πάσχει από π. έχει μικρό ανάστημα, αλλά και στη γενική εμφάνιση το σώμα του μοιάζει με το παιδικό. Τα γεννητικά του όργανα έχουν στοιχειώδη μόνον… … Dictionary of Greek
μόνιμη συστολή — Ανωμαλία, συνήθως σε άρθρωση, που προκαλείται από συρρίκνωση επουλωτικού ιστού στο δέρμα ή συνδετικού ιστού ή από τη μη αναστρέψιμη βράχυνση μυών και τενόντων … Dictionary of Greek