-
1 ἀντ-ήνωρ
ἀντ-ήνωρ (ἀνήρ), ορος, statt des Mannes, σποδός Aesch. Ag. 430.
-
2 Ἀντήνωρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀντήνωρ
-
3 ἀντήνωρ
-
4 αντηνωρ
См. также в других словарях:
υπερήνωρ — και δωρ. τ. ὑπεράνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α 1. ὑπερηνορέων* 2. (για ψυχικές ιδιότητες) αυτός που ενέχει ή δηλώνει ανδρεία, υψηλοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ἀντ ήνωρ] … Dictionary of Greek