-
1 αντακαίος
-
2 ἀντακαῖος
-
3 ἀντακαῖος
ἀντᾰκαῖος, ὁ, a sort ofA sturgeon, Hdt.4.53, Lync.1.9, Ael.NA14.23.2 Adj.,τάριχος ἀν καῖον Antiph.186
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντακαῖος
-
4 ἀντακαῖος
Grammatical information: m.Meaning: `a kind of sturgeon' (Hdt.); also adj. (Antiph.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. Probably an adapted foreign word, cf. Hdt. 4, 53: κήτεά τε μεγάλα ἀνάκανθα, τὰ ἀντακαίους καλέουσι (the fish is found in the Borysthenes = Dniepr).Page in Frisk: 1,113Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀντακαῖος
-
5 αντακαίοι
-
6 ἀντακαῖοι
-
7 αντακαίον
-
8 ἀντακαῖον
-
9 αντακαίου
-
10 ἀντακαίου
-
11 αντακαίους
-
12 ἀντακαίους
-
13 αντακαίων
-
14 ἀντακαίων
См. также в других словарях:
αντακαίος — ἀντακαῑος, ο (Α) 1. είδος ψαριού της Κασπίας και των ποταμών της Σκυθίας 2. ως επίθ. «τάριχος ἀντακαῑον» το χαβιάρι … Dictionary of Greek
ἀντακαῖος — sturgeon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντακαῖοι — ἀντακαῖος sturgeon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντακαῖον — ἀντακαῖος sturgeon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hausen, der — Der Hausen, des s, plur. ut nom. sing. ein großer eßbarer Fisch, welcher nach dem Linné zu dem Geschlechte der Störe gehöret, und nicht nur in der Donau, sondern auch in allen großen Flüssen, welche sich in das Kaspische und schwarze Meer… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
ιχθυόκολλα — Παχύρρευστη κίτρινη συγκολλητική ύλη, που παρασκευάζεται συνήθως με βράσιμο εντοσθίων και κεφαλιών ψαριών. Ονομάζεται επίσης και ψαρόκολλα. Η κόλλα αυτή έχει την ιδιότητα να διαλύεται εντελώς σε νερό συνηθισμένης θερμοκρασίας (20°C).… … Dictionary of Greek
ἀντακαίου — ἀντακαί̱ου , ἀντακαῖος sturgeon masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντακαίους — ἀντακαί̱ους , ἀντακαῖος sturgeon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντακαίων — ἀντακαί̱ων , ἀντακαῖος sturgeon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)