-
1 ἀντικρούω
A strike or clash against, come into collision,1 in a physical sense,ὀλίγα.. τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Arist. Cael. 313b2
: abs., Id.PA 642a36, al., cf. Pl. Lg. 857c;ἀσπὶς ἀσπίδι Lib.Decl.37.8
.2 in a general sense, αὐτοῖς.. τοῦτο ἀντεκεκρούκει had been a hindrance to them, had counteracted them, Th.6.46;ἀ. τοῖς λογισμοῖς J.AJ2.4.3
;ἀ. ταῖς συμβουλίαις Plu.Ages.7
;ἀ πρός τι Id.Cat.Ma.24
: abs., prove a hindrance, offer resistance, ;ἐαν ἀντικρούσῃ τις Arist. Rh. 1379a12
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικρούω
См. также в других словарях:
αντίκρυ — κ. κρυς, κ. κρύ κ. κρύς (AM ἀντικρύ, ἄντικρυς Μ ἀντικρύς, ἄντικρυν, ἀντίκρυτα) 1. απέναντι 2. εξαντιθέτου, κατά πρόσωπο νεοελλ. 1. (με την πρόθ. εις, σε) αναφορικά, συγκριτικά 2. παροιμ. «αντίκρυ στα παιδέματα μικρά τα παιδοκόπια» για ασήμαντη… … Dictionary of Greek
θυροκρουστία — θυροκρουστία, ἡ (Α) πάπ. το χτύπημα τής θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κρουστία (< κρούστης < κρούω), πρβλ. αντι κρουστία, προδο κρουστία] … Dictionary of Greek
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek