-
1 ἀντι-δι-ορύσσω
ἀντι-δι-ορύσσω, dagegen durchgraben, unterminiren, Strab.
-
2 ἀντιδιορύσσω
ἀντι-δι-ορύσσω, dagegen durchgraben, unterminieren -
3 αντώρυσσον
ἀντώρῡσσον, ἀντί-ὀρύσσωdig: imperf ind act 3rd plἀντώρῡσσον, ἀντί-ὀρύσσωdig: imperf ind act 1st sg -
4 ἀντώρυσσον
ἀντώρῡσσον, ἀντί-ὀρύσσωdig: imperf ind act 3rd plἀντώρῡσσον, ἀντί-ὀρύσσωdig: imperf ind act 1st sg
См. также в других словарях:
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
ἀντώρυσσον — ἀντώρῡσσον , ἀντί ὀρύσσω dig imperf ind act 3rd pl ἀντώρῡσσον , ἀντί ὀρύσσω dig imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρωρυχεία — και ορθτ. θησαυρωρυχία, ή η ανακάλυψη και ανόρυξη κρυμμένου θησαυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. θησαυρωρυχεία αντί τού ορθού θησαυρωρυχία < θησαυρός + ωρυχία (< ορύσσω), πρβλ. αλατ ωρυχία, τυμβ ωρυχία. Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek