-
1 αντιβιην
-
2 αντιβιον...
См. также в других словарях:
αντιβίην — ἀντιβίην (Α) [ἀντίβιος] κατά πρόσωπο, ως ίσος προς ίσον … Dictionary of Greek
ἀντιβίην — ἀντίβιος opposing force to force fem acc sg (epic ionic) ἀντιβίην against indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίβιος — ἀντίβιος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) [βία] 1. αυτός που αντιτάσσει βία στη βία 2. εχθρικός 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀντίβιον αντιβίην* … Dictionary of Greek