-
1 осквернение
оскверн||ениес ἡ βεβήλωση [-ις], ἡ ἀνοσιουργία.
См. также в других словарях:
ἀνοσιουργία — ἀνοσιουργίᾱ , ἀνοσιουργία impiety fem nom/voc/acc dual ἀνοσιουργίᾱ , ἀνοσιουργία impiety fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργίᾳ — ἀνοσιουργίαι , ἀνοσιουργία impiety fem nom/voc pl ἀνοσιουργίᾱͅ , ἀνοσιουργία impiety fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοσιουργία — η (Α ἀνοσιουργία) το ανοσιούργημα … Dictionary of Greek
ἀνοσιουργίας — ἀνοσιουργίᾱς , ἀνοσιουργία impiety fem acc pl ἀνοσιουργίᾱς , ἀνοσιουργία impiety fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργίαι — ἀνοσιουργία impiety fem nom/voc pl ἀνοσιουργίᾱͅ , ἀνοσιουργία impiety fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργίαν — ἀνοσιουργίᾱν , ἀνοσιουργία impiety fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργιῶν — ἀνοσιουργία impiety fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργίαις — ἀνοσιουργία impiety fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)