-
41 παράβασις
преступление, нарушение (закона), проступок; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παρακοή, παρανομία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παράβασις
-
42 παρακοή
непослушание; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, (παρανομία).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρακοή
-
43 παρανομία
преступление закона, беззаконие; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρανομία
-
44 ανομιών
-
45 ἀνομιῶν
-
46 ανομίαις
-
47 ἀνομίαις
-
48 ανομίης
-
49 ἀνομίης
-
50 און
אָוֶן
1. бедствие, пагуба, горе, беда, несчастье;
2. пустота, суета (часто употр. о идолах и идолопоклонстве);
3. ложь, обман, неправда;
4. нечестие, беззаконие.
LXX: 458 (ἀνομία), 93 (ἀδικία), а тж. 4192 (πόνος), 2873 (κόπος), 3152 (μάταιος), 824 (ἄτοπος). -
51 חטאה
חַטָּאָה
1. грех;
2. жертва за грех;
LXX: 266 (ἁμαρτία), а тж. 265 (ἁμάρτημα), 458 (ἀνομία). Син. 0801 (אִשָּׁה), 0817 (אָשָׁם), 02077 (זֶבַח), 03632 (כָּלִיל), 05930 (עֹלָה), 05262 (נֶסֶךְ), 08002 (שֶׁלֶם), 08573 (תְּנוּפָה). -
52 חמס
חָמָס
насилие, притеснение, жестокость.
LXX: 763 (ἀσέβεια), 93 (ἀδικία), 458 (ἀνομία). -
53 עון
עָוֺן
1. преступление, беззаконие;
2. вина;
3. наказание.
LXX: 93 (ἀδικία), 266 (ἁμαρτία), 458 (ἀνομία). -
54 פשע
פֶּשַׁע
1. восстание, бунт, беззаконие, преступление, отступление, проступок;
2. спор (о собственности).
LXX: 763 (ἀσέβεια), 458 (ἀνομία), а тж. 93 (ἀδικία). -
55 תועבה
תּוֹעֵבַה
мерзость, гнусность, чтото отвратительное или несносное.
LXX: 946 (βδέλυγμα), а тж. 458 (ἀνομία). -
56 51
51 ἀγνόημα{сущ., 1}грех по неведению, заблуждение (Евр. 9:7).Синонимы: 265 ( ἁμάρτημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία). LXX: 4870 (הגֶּשְׁמִ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 51
-
57 ἀγνόημα
51 ἀγνόημα{сущ., 1}грех по неведению, заблуждение (Евр. 9:7).Синонимы: 265 ( ἁμάρτημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία). LXX: 4870 (הגֶּשְׁמִ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀγνόημα
-
58 αγνόημα
51 ἀγνόημα{сущ., 1}грех по неведению, заблуждение (Евр. 9:7).Синонимы: 265 ( ἁμάρτημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία). LXX: 4870 (הגֶּשְׁמִ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αγνόημα
-
59 265
{сущ., 4}грех, прегрешение, преступление, провинность, проступок.Синонимы: 51 ( ἀγνόημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία).Ссылки: Мк. 3:28; 4:12; Рим. 3:25; 1Кор. 6:18. LXX: 2403 (הָאָטּחַ), 5771 (ןוָֹע).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 265
-
60 ἁμάρτημα
{сущ., 4}грех, прегрешение, преступление, провинность, проступок.Синонимы: 51 ( ἀγνόημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία).Ссылки: Мк. 3:28; 4:12; Рим. 3:25; 1Кор. 6:18. LXX: 2403 (הָאָטּחַ), 5771 (ןוָֹע).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἁμάρτημα
См. также в других словарях:
ἀνομία — ἀνομίᾱ , ἀνομία lawlessness fem nom/voc/acc dual ἀνομίᾱ , ἀνομία lawlessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομίᾳ — ἀνομίαι , ἀνομία lawlessness fem nom/voc pl ἀνομίᾱͅ , ἀνομία lawlessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανομία — η (AM ἀνομία) [άνομος] 1. παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα 2. ευθύνη για την παρανομία, ενοχή, αμαρτία 3. η ανυπαρξία νόμων, αναρχία νεοελλ. 1. αδικία 2. ατυχία, αναποδιά 3. ως όρος της κοινωνιολογίας σημαίνει την κατάσταση της κοινωνίας στην… … Dictionary of Greek
ανομία — η 1. έλλειψη νόμων, έννομης τάξης: Στη χώρα εκείνη υπήρχε μεγάλη ανομία. 2. παρανομία, καταπάτηση του νόμου: Οι ανομίες ήταν γι αυτόν κάτι το συνηθισμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνομίας — ἀνομίᾱς , ἀνομία lawlessness fem acc pl ἀνομίᾱς , ἀνομία lawlessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομίαι — ἀνομία lawlessness fem nom/voc pl ἀνομίᾱͅ , ἀνομία lawlessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομίαν — ἀνομίᾱν , ἀνομία lawlessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομιῶν — ἀνομία lawlessness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομίαις — ἀνομία lawlessness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομίης — ἀνομία lawlessness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Antinomianism — For the term in politics describing socialist movements, see Autonomism Antinomianism (from the Greek ἀντί , against + νόμος , law ), or lawlessness (in the Greek Bible: ἀνομία, [http://www.blueletterbible.org/cgi bin/words.pl?word=458 ἀνομία]… … Wikipedia