-
1 ανιαρος
эп.-ион. ἀνιηρός 3(ῐ, реже ῑ; эп. compar. ἀνιηρέστερος)1) тягостный, неприятный, докучливый Hom., Her., Eur., Arph., Lys., Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.2) огорченный, печальный Xen. -
2 ανιαρός
η, ό [ά, όν ]1) скучный; надоедливый, назойливый; 2) скучный, неинтересный;ανιαρή εργασία — скучная работа
-
3 ἀνιαρός
3 неприятный -
4 ανιαρός
[аниарос] εκ. тоскливый, печальный, скучный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανιαρός
-
5 ανιαρός
[аниарос] επ тоскливый, печальный, скучный. -
6 ανιγρος
-
7 ανιηρος
-
8 ανιος
См. также в других словарях:
ανιαρός — ή, ό (Α ἀνιαρός, ά, όν) [ανία] αυτός που προκαλεί ανία νεοελλ. πληκτικός, μονότονος, δυσάρεστος αρχ. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) οδυνηρός, ενοχλητικός, λυπηρός 2. (για ζώα) βλαβερός 3. παθ. θλιμμένος, καταπονημένος, πικραμένος … Dictionary of Greek
ἀνιαρός — ἀνιᾱρός , ἀνιαρός grievous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιαρός — ή, ό αυτός που φέρνει ανία: Πολύ ανιαρή ήταν η δουλειά που του ανάθεσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνιηρά — ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀνιηρά̱ , ἀνιαρός grievous fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀνιηρά̱ , ἀνιαρός grievous fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηρέστερον — ἀνιαρός grievous adverbial comp ἀνιαρός grievous masc acc comp sg ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηρότερον — ἀνιαρός grievous adverbial comp (epic ionic) ἀνιαρός grievous masc acc comp sg (epic ionic) ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηρῶν — ἀνιαρός grievous fem gen pl (epic ionic) ἀνιαρός grievous masc/neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηρόν — ἀνιαρός grievous masc acc sg (epic ionic) ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηρότατον — ἀνιαρός grievous masc acc superl sg (epic ionic) ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc superl sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηραί — ἀνιαρός grievous fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηροῖο — ἀνιαρός grievous masc/neut gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)