-
1 ανθοφόρος
-
2 ἀνθοφόρος
-
3 ανθοφορος
-
4 ἀνθοφόρος
ἀνθο-φόρος, ον,II ἀνθοφόρος, ἡ, flower-bearer, title of a priestess of Demeter and Kore, IG12(8).526 ([place name] Thasos), cf. 609(ibid.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθοφόρος
-
5 ανθοφόρος
ος, ον1) цветоносный; 2) украшенный цветами -
6 ανθοφόρος
-
7 ἀνθοφόρος
ἀνθο-φόρος, Blumen tragend, blühend -
8 ανθοφόρον
ἀνθοφόροςbearing flowers: masc /fem acc sgἀνθοφόροςbearing flowers: neut nom /voc /acc sg -
9 ἀνθοφόρον
ἀνθοφόροςbearing flowers: masc /fem acc sgἀνθοφόροςbearing flowers: neut nom /voc /acc sg -
10 ανθοφόρα
-
11 ἀνθοφόρα
-
12 ανθοφόροι
-
13 ἀνθοφόροι
-
14 ανθοφόροις
-
15 ἀνθοφόροις
-
16 ανθοφόρου
-
17 ἀνθοφόρου
-
18 ανθοφόρους
-
19 ἀνθοφόρους
-
20 ανθοφόρω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνθοφόρος — bearing flowers masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθοφόρος — α, ο (AM ἀνθοφόρος, ον) αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος νεοελλ. 1. ανθοστόλιστος 2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος α) βοτ. ο μίσχος τού άνθους β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια αρχ. 1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει… … Dictionary of Greek
ανθοφόρος — α, ο 1. αυτός που έχει πάνω του ή παράγει άνθη: Τα περισσότερα φυτά είναι ανθοφόρα. 2. το αρσ. ως ουσ., ο ανθοφόρος ο μίσχος (κοτσάνι) του άνθους που έχει τα πέταλα, τους στήμονες και τον ύπερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνθοφόρον — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem acc sg ἀνθοφόρος bearing flowers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόρα — ἀνθοφόρος bearing flowers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόροι — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόροις — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόρου — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόρους — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόρων — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόρῳ — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)