-
21 Ανθεμούντος
-
22 Ἀνθεμοῦντος
-
23 Ανθεμούς
-
24 Ἀνθεμοῦς
-
25 Ανθεμοέντων
-
26 Ἀνθεμοέντων
-
27 Ανθεμόεντα
-
28 Ἀνθεμόεντα
-
29 Ανθεμόεντας
-
30 Ἀνθεμόεντας
-
31 Ανθεμόεντες
-
32 Ἀνθεμόεντες
-
33 Ανθεμόεντι
-
34 Ἀνθεμόεντι
-
35 Ανθεμόεντος
-
36 Ἀνθεμόεντος
-
37 ανθεμοέντων
-
38 ἀνθεμοέντων
-
39 ανθεμόεντας
-
40 ἀνθεμόεντας
См. также в других словарях:
ανθεμόεις — ἀνθεμόεις, εσσα, εν (θηλ. και ἀνθεμόεις) (Α) 1. ο ανθισμένος, ο λουλουδιασμένος 2. (για τόπο) γεμάτος λουλούδια, λουλουδάτος 3. (για μεταλλικά σκεύη ή υφάσματα) ο στολισμένος, διακοσμημένος με λουλούδια … Dictionary of Greek
Ἀνθεμόεις — masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμόεις — flowery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμόεν — ἀνθεμόεις flowery masc voc sg ἀνθεμόεις flowery neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμόεντα — ἀνθεμόεις flowery neut nom/voc/acc pl ἀνθεμόεις flowery masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμεῦντας — Ἀνθεμόεις masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμοέντων — Ἀνθεμόεις masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμοέντων — ἀνθεμόεις flowery masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμοῦντα — Ἀνθεμόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμοῦντος — Ἀνθεμόεις masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμοῦς — Ἀνθεμόεις masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)