-
1 ἀνδρ-άγρια
ἀνδρ-άγρια, τά, die dem erlegten Manne abgenommene Beute, Hom. einmal, Il. 14, 509.
-
2 ἀνδράγρια
См. также в других словарях:
ζωάγριος — ζωάγριος, ον (Α) 1. αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου 2. φρ. «ζωαγρίους χάριτας ὀφλισκάνω» οφείλω ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία τής ζωής μου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωάγριον η θυσία που προσφέρεται για τη σωτηρία κάποιου 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά… … Dictionary of Greek