-
1 κατ-ελέγχω
κατ-ελέγχω (s. ἐλέγχω), verstärktes simplex, überführen; οὐ δὲ μή τι νόον κατελεγχέτω εἶδος, dein Aeußeres strafe dein Inneres nicht Lügen, laß deine Gebehrden u. Worte mit deiner Gesinnung nicht im Widerspruch stehen, Hes. O. 716; ἀνδρῶν ἀρετάν Pind. I. 3, 14, vgl. P. 8, 37; – anzeigen, verrathen, Poll. 5, 42.
См. также в других словарях:
κατελέγχω — (Α) 1. αποδεικνύω κάτι ως ψεύτικο, διαψεύδω («σὲ δὲ μή τι νόον κατελεγχέτω εἶδος» η μορφή σου να μη διαψεύδει καθόλου τον εσωτερικό σου κόσμο, Ησίοδ.) 2. ατιμάζω, καταισχύνω («ἀνδρὼν δ ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγ χει», Πίνδ.) 3. προδίδω, φανερώνω… … Dictionary of Greek