-
1 ὁμ-ῑλία
ὁμ-ῑλία, ἡ, das Zusammensein, die Gemeinschaft, der Umgang; ἐν παντὶ πράγει δ' ἔσϑ' ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, Aesch. Spt. 581; τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ ϑ' ὁμιλία, Prom. 39; die Versammlung, τὸ φῠλον οὐκ ὄπωπα τῆςδ' ὁμιλίας, Eum. 57, vgl. 384. 681, wie Soph. Ai. 859 O. R. 1489; παύσω συμποτῶν ὁμιλίας, Eur. Alc. 344; ἀνδρῶν ἀρίστων ὁμιλίην ἐπιλέξαντες, ein Collegium, Her. 3, 81; Aesch. auch ἐμβριϑεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις, Eum. 924, Unterredungen; πρός τινα, mit Einem, Soph. Phil. 70; εἰςιδεῖν πατρὸς δευτέραν ὁμιλίαν ἐλϑόντος ἐς φῶς, El. 410; μείζω βροτείας προςπεσὼν ὁμιλίας, Eur. Hipp. 19; αὗται αἱ γυναῖκες λέγονται οὐδαμῶς ἀνδρῶν ἐς ὁμιλίην φοιτᾶν, ehelichen Umgang haben, Her. 1, 182; vgl. ἄνευ τῆς πρὸς τὸν ἄνδρα ὁμιλίας, Luc. sacrif. 6; τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας, Plat. Phaedr. 239 c, Umgang mit ibm; ἐκ τῆς τούτων ὁμιλίας τε καὶ τρίψεως πρὸς ἄλληλα γίγνεται ἔκγονα ἄπειρα, Theaet. 156 a; ἀρετῆς ἕνεκα τὰς ὁμιλίας ποιεῖσϑαι, Soph. 223 a; u. so öfter, bes. bei Folgdn der Unterricht, λαμβάνειν τῆς ὁμιλίας μισϑόν, Xen. Mem. 1, 2, 6. – Ueberredung, ἐὰν τοὺς κυρίους ἢ δώροις ἢ δι' ἄλλης ἡςτινοςοῠν ὁμιλίας ἐξαρέσηται, Dem. 60, 25, vgl. epist. 2 p. 635, 26. – Ὀνόματος, der Gebrauch, D. L. 10, 67.
См. также в других словарях:
ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β … Dictionary of Greek