Перевод: с немецкого на все языки
ἀνδρῶν εὐνίδας λωβώμενοι
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
λωβώμαι — λωβῶμαι, άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῡμαι, έομαι και λωβεῡμαι) [λώβη] (κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, άω) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. ζημιώνω, βλάπτω αρχ. 1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε»… … Dictionary of Greek