-
1 ανδροφθορος
I.2губящий людей, смертоносный(μοῖρα Pind.; ἔχιδνα Soph.)
II.2происшедший от убийстваἀνδρόφθορον αἷμα Soph. — кровь убитого
См. также в других словарях:
ανδροφθόρος — ἀνδροφθόρος, ον (Α) 1. φονικός 2. (προπαροξ. φρ.) «ἀνδρόφθορον αἷμα» αίμα σκοτωμένου … Dictionary of Greek