-
1 ἀναδέω
a bind on top, crown (med., one's own head)ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν στεφάνοις P. 2.6
δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως P. 10.40
ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28
τῶν (sc. στεφάνων)ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας I. 1.28
Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (Er. Schmid: ἀνδεῖσθαι codd.) I. 2.16 ἀν]δησάμεναι πλοκάμους μύρτων ὑπ[ (supp. Lobel.) Πα. 13a. 16.b of the crowns themselves, bindὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий