-
1 ἀναφροντίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφροντίζω
-
2 ανεφρόντισε
-
3 ἀνεφρόντισε
-
4 ανεφρόντισεν
-
5 ἀνεφρόντισεν
См. также в других словарях:
ἀνεφρόντισε — ἀνά φροντίζω consider aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφρόντισεν — ἀνά φροντίζω consider aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
αναβαστώ — ( άω) 1. βοηθώ κάποιον να φορτώσει ή να σηκώσει το φορτίο του 2. υποβαστάζω, υποστηρίζω 3. περιποιούμαι, φροντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βαστώ] … Dictionary of Greek
αναθεραπεύω — (Α ἀναθεραπεύω) νεοελλ. θεραπεύω εκ νέου, ξαναθεραπεύω αρχ. περιποιούμαι με προσοχή, φροντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θεραπεύω] … Dictionary of Greek