-
1 αναστεναζω
См. также в других словарях:
αναμυχθίζομαι — ἀναμυχθίζομαι (Α) στενάζω βαθιά, οδύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μυχθίζω «ξεφυσώ θορυβωδώς με κλειστό το στόμα από αγωνία ή πάθος»] … Dictionary of Greek
1 αναστεναζω
αναμυχθίζομαι — ἀναμυχθίζομαι (Α) στενάζω βαθιά, οδύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μυχθίζω «ξεφυσώ θορυβωδώς με κλειστό το στόμα από αγωνία ή πάθος»] … Dictionary of Greek