-
1 αναπλασσω
атт. ἀναπλάττω1) med. отстраивать (для себя) заново, восстанавливать(οἰκίην Her.)
2) переделывать(τὰ μέλη τινός Plat.)
3) лепить, облеплять Luc.ὑπὸ τοῖς ὄνυξι κηρὸν ἀναπεπλασμένος Arph. — с ногтями, облепленными воском
4) тж. med. воображать, представлять себе, выдумывать(μεῖζόν τι τοῦ συμβαίνοντος Polyb.)
5) сочинять(τραγικέν ἀοιδήν Anth.)
См. также в других словарях:
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek