-
1 ἀναγιγνώσκω
ἀνα|γιγνώσκω 1. узнавать, распознавать; 2. читать -
2 ανάγνωση
ανάγνωση ηчтение на службах богослужебных текстов или Священного ПисанияЭтим.дргр. ανάγνωσις «узнавание, опознавание» < ανα-γιγνώσκω «узнавать» < ανα- + γιγνώσκω «знать» -
3 αναγιγνωσκω
ион. и поздн. ἀναγῑνώσκω1) (aor. 2 ἀνέγνων) быть хорошо знакомым, хорошо знать(τινά и τι Hom., Pind.)
2) (вновь) узнавать, признавать знакомым(τινά и τι Hom., Her., Xen., Eur.)
3) читать(ποιήματα Plat.)
ἀναγνώσεται ὑμῖν (ὅ γραμματεὺς) τὸ ψήφισμα Lys. — секретарь огласит вам постановление;οἱ ἀναγιώσκοντες Plut. — читатели4) (aor. 1 ἀνέγνωσα) увещевать, уговаривать, убеждать(τινὰ ποιεῖν τι Her.)
ὑπό τινος ἀναγνωσθεὴς χρήμασι Her. — подкупленный кем-л.
См. также в других словарях:
ευανάγνωστος — η, ο (Α εὐανάγνωστος, ον) αυτός που είναι καθαρά γραμμένος και επομένως αναγιγνώσκεται εύκολα, ο ευκολοδιάβαστος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευανάγνωστο(ν) η ευκολία αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου. επίρρ... ευαναγνώστως και ευανάγνωστα με… … Dictionary of Greek
αναγιγνώσκω — και αναγινώσκω (Α ἀναγιγνώσκω και ἀναγινώσκω) διαβάζω αρχ. μσν. φοιτώ, σπουδάζω, είμαι μαθητής αρχ. 1. γνωρίζω καλά, με βεβαιότητα 2. αναγνωρίζω 3. παραδέχομαι, ομολογώ ότι κάτι είναι δικό μου 4. πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. (η παθ. μτχ. πρκ.… … Dictionary of Greek
οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… … Dictionary of Greek