Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀναφύσω

См. также в других словарях:

  • αναφυσώ — (Α ἀναφυσῶ, άω) φυσώ προς τα επάνω, ξεφυσώ αρχ. 1. ενεργ. εκβάλλω, ρίχνω έξω 2. φυσώ τον αυλό 3. μέσ. υπερηφανεύομαι …   Dictionary of Greek

  • αναφυσώ — ( άς, ά κτλ.), ησα, φυσώ προς τα πάνω, φυσώ έντονα: Ο αέρας αναφυσούσε όλη τη νύχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναφύσω — ἀναφύ̱σω , ἀνά , ἀπό ὕω rain aor ind mid 2nd sg ἀναφύ̱σω , ἀνά , ἀπό ὕω rain aor subj act 1st sg ἀναφύ̱σω , ἀνά , ἀπό ὕω rain fut ind act 1st sg ἀναφύ̱σω , ἀνά , ἀπό ὕω rain aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ἀνᾱφύσω , ἀνά ἀφύσσω draw aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναφυσώ — άω, Α (πιθ. γρ < ρ.) παίζω προανάκρουσμα με μουσικό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναφυσῶ «ξεφυσώ, φυσώ τον αυλό»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναφυσώ — άω, Α παίζω επί πλέον τον αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναφυσῶ «φυσώ τον αυλό»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»