-
41 αναφορών
-
42 ἀναφορῶν
-
43 αναφορέων
ἀναφοράcoming up: fem gen pl (epic ionic)ἀναφορέωpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
44 ἀναφορέων
ἀναφοράcoming up: fem gen pl (epic ionic)ἀναφορέωpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
45 αναφορή
-
46 ἀναφορή
-
47 αναφορήν
-
48 ἀναφορήν
-
49 ἀναφόριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφόριον
-
50 ὑποβολή
ὑποβολ-ή, ἡ:I actively, a throwing or laying under, στρωμάτων, opp. περιβολή, Pl.Plt. 280b;μεθ' ὑποβολῆς πλείονος φλογός Sor.1.50
; ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑ. setting men in ambush, Plb.3.105.1;ἐπανάγονται τρισὶ τριήρεσιν ἐξ ὑ. Id.15.2.12
.2 substitution by stealth, esp. of suppositious children, Pl.R. 538a, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 vii 10 (pl.), Luc.Salt.37; ὑποβολῆς γράφεσθαί τινα charge one with being supposititious, AB312, cf. sq.; also ὑ. κλειδῶν substitution of false keys, Plu. Rom.22.3 suggesting, reminding, ἐξ ὑποβολῆς by admonition, X. Cyr.3.3.37; ἐξ ὑπομνής εως καὶ ὑ... τοῦ ἐπισκόπου on the suggestion of.., Sammelb.7475.8 (vi/vii A. D.); τίνος ὑποβολῇ; = cujus impulsu ? Gloss.; ὑ. ἡ πρὸς ἄρχοντα ἢ βασιλέα γινομένη ἀναφορὰ ἤτοι διδασκαλία, = suggestio, ibid.; τὰς τῶν περιστάσεων ὑ. the influence of circumstances (on Hannibal's actions), Plb.9.24.3; ἐξ ὑ. δυέναι τὸν ὅρκον at the dictation of another, Polem.Hist.83; ἐξ ὑ. λέγειν deliver a speech with a prompter at hand (= λέγειν τὸ ἐξ ἀναγνώσεως καὶ γραφῆς ὑποβαλλόμενον), Apollon. ap. Sch.B Il.19.80:—τὰ Ὁμήρου ἐξὑ. γέγραφε ῥαψῳδεῖσθαι (sc. Σόλων) , οἷον ὅπου ὁ πρῶτος ἔληξεν, ἐκεῖθεν ἄρχεσθαι τὸν ἐχόμενον Solon enacted that the poems of Homer should be recited from a cue.., D.L.1.57: ὑποβολή perh. = ῥαψῳδία in Michel 913 (Teos, ii B. C.): cf.ὑποβάλλω 111
,ὑποβλήδην, ὑπόλήψις 1.1
.4 interruption, διακόπτειν ἐξ ὑ. τὸν λόγον Sch.B Il.19.80.5 Medic., αἱ ἐξ ὑ. ἐγχρίσεις anointing by interposition or beneath (the eyelid), opp. αἱ κατ' ἐκτροπήν, Antyll. ap. Orib.10.23.24;καθ' ὑποβολήν Sever.
ap.Aët.7.32.II passively, that which is put under, foundation, groundwork,πρὸς τὴν Ῥωμύλου.. αὔξησιν τὴν μὲν Τύχην ὑποβολὰς κατατεθεῖσθαι, τὴν δ' Ἀρετὴν ἐξῳκοδομηκέναι Plu.2.320b
;ἀρχὴ καὶ ὑ. τοῦ σωφρονεῖν ἡ ἐν σίτοις καὶ ποτοῖς ἐγκράτεια Muson.Fr.18
Ap.94 H.; φυσικὴν εἶναι ὑ. τῇ ψυχῇ πρὸς καλοκἀγαθίαν a natural foundation or capacity for.., Id.Fr.2p.7H.; ἐν πολλοῖς [τῶν ζῴων] ὑποβολὰς ἔχων πρὸς τὸ τέλειον [ὁ λόγος θεωρεῖται] Porph.Abst.3.2; subject-matter of discourse, Luc.Dem.Enc.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβολή
-
51 ὄμφορα
Grammatical information: n. pl.Meaning: ὅσα ἀπὸ τῶν ἱερῶν ἐκφέρεσθαι ὁ νόμος κωλύει H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Latte notes ἀνάφορα reportanda ad aram.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄμφορα
См. также в других словарях:
ἀναφορά — ἀναφορά̱ , ἀναφορά coming up fem nom/voc/acc dual ἀναφορά̱ , ἀναφορά coming up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφορᾷ — ἀναφορά coming up fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναφορά — η 1. προφορική ή γραπτή έκθεση κατώτερου σε ανώτερο: Έκαμα την αναφορά μου για όσα έγιναν. 2. γραπτή έκθεση ιδιώτη σε δημόσια αρχή: Για όλα αυτά τα στραβά έκαμα αναφορά στη Νομαρχία. 3. η καθημερινή ανακοίνωση στο διοικητή στρατιωτικής μονάδας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… … Dictionary of Greek
ορθή αναφορά — Μία από τις λεγόμενες ουρανογραφικές συντεταγμένες, που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της θέσης ενός άστρου στην ουράνια σφαίρα. Βασικά επίπεδα σε αυτό το σύστημα είναι το επίπεδο του ουράνιου ισημερινού και το επίπεδο του μέγιστου κύκλου… … Dictionary of Greek
ἀναφορᾶι — ἀναφορᾷ , ἀναφορά coming up fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοράν — ἀναφορά̱ν , ἀναφορά coming up fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοράς — ἀναφορά̱ς , ἀναφορά coming up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοραῖς — ἀναφορά coming up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοραί — ἀναφορά coming up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφορᾶς — ἀναφορά coming up fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)