-
81 ανέτραφες
-
82 ἀνέτραφες
-
83 ανέτρεφον
-
84 ἀνέτρεφον
-
85 επαναθρέψεις
ἐπί-ἀνατρέφωbring up: aor subj act 2nd sg (epic)ἐπί-ἀνατρέφωbring up: fut ind act 2nd sg -
86 ἐπαναθρέψεις
ἐπί-ἀνατρέφωbring up: aor subj act 2nd sg (epic)ἐπί-ἀνατρέφωbring up: fut ind act 2nd sg -
87 συνανατεθραμμένον
σύν-ἀνατρέφωbring up: perf part mp masc acc sgσύν-ἀνατρέφωbring up: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
88 αναθρεψαμένη
-
89 ἀναθρεψαμένη
-
90 αναθρεψαμένην
-
91 ἀναθρεψαμένην
-
92 αναθρεψαμένης
-
93 ἀναθρεψαμένης
-
94 αναθρεψαμένοις
-
95 ἀναθρεψαμένοις
-
96 αναθρεψαμένου
-
97 ἀναθρεψαμένου
-
98 αναθρεψαμένους
-
99 ἀναθρεψαμένους
-
100 αναθρεψαμένω
См. также в других словарях:
ανατρέφω — και αναθρέφω, ανέθρεψα και ανάθρεψα βλ. πίν. 219 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανατρέφω — και αναθρέφω θρεψα, θράφηκα και θρέφτηκα, θραμμένος και θρεμμένος 1. δίνω σε ανήλικο τα μέσα να διατραφεί, να αναπτυχθεί, τον μεγαλώνω: Ανάθρεψα και τα ανίψια μου για να τα δω καλούς ανθρώπους. 2. εκπαιδεύω, μορφώνω: Ξέρει να αναθρέψει σωστά τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατρέφω — (και θρέφω) (AM ἀνατρέφω) 1. συντηρώ και διατρέφω παιδιά 2. διαπαιδαγωγώ 3. επιστατώ, επιβλέπω αρχ. 1. ενεργ. διεγείρω το φρόνημα 2. (παθ., ομαι) συνέρχομαι από αρρώστια … Dictionary of Greek
ἀναθρέψουσιν — ἀνατρέφω bring up aor subj act 3rd pl (epic) ἀνατρέφω bring up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνατρέφω bring up fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθρέψω — ἀνατρέφω bring up aor subj act 1st sg ἀνατρέφω bring up fut ind act 1st sg ἀνατρέφω bring up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατεθραμμένα — ἀνατρέφω bring up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀνατεθραμμένᾱ , ἀνατρέφω bring up perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀνατεθραμμένᾱ , ἀνατρέφω bring up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροφῇ — ἀνατρέφω bring up pres subj mp 2nd sg (epic) ἀνατρέφω bring up pres ind mp 2nd sg (epic) ἀνατρέφω bring up pres subj act 3rd sg (epic) ἀνατροφῆι , ἀνατροφεύς nurturer masc dat sg (epic ionic) ἀνατροφή education fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατράφην — ἀνατρέφω bring up pres inf act (doric aeolic) ἀνατρέφω bring up aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀνατρέφω bring up aor ind pass 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρέφετε — ἀνατρέφω bring up pres imperat act 2nd pl ἀνατρέφω bring up pres ind act 2nd pl ἀνατρέφω bring up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρέφῃ — ἀνατρέφω bring up pres subj mp 2nd sg ἀνατρέφω bring up pres ind mp 2nd sg ἀνατρέφω bring up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαιδεύω — ανατρέφω κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + παιδεύω «ανατρέφω»] … Dictionary of Greek