-
1 ανασεσυρμένος
-
2 ἀνασεσυρμένος
-
3 ἀνα-σύρω
ἀνα-σύρω, auf-, in die Höhe zichen, bes. die Kleider in die Höhe heben, entblößen; med., sich entblößen, Her. 2, 60; χιτωνίσκους ἀνασυράμενοι Plut.; übertr., τὴν ἀκρασίαν, offen darlegend, zeigend, Ath. XII, 548 b; ἀνασεσυρμένος, schamlos, frech, Sp.
-
4 ἀνασύρω
ἀνασύρω [ῡ],A pull up,δοκόν Procop.Goth.4.11
; another's clothes, D.L.2.110; expose to view,τὴν ἀκρασίαν Clearch.14
:—[voice] Med., pull up one's clothes, expose one's person, Hdt.2.60, Thphr.Char.11.2, D.S. 1.85, etc.;ἀνασυράμεναι τοὺς χιτωνίσκους Plu.2.248b
: [tense] pf. part. [voice] Pass. as Adj., ἀνασεσυρμένος obscene, Anacr ap.Phot.p.123 R.; lacking in decency, Thphr.Char.6.2.2 in [voice] Pass. also, of Alexander's hair, to be curly, Ael.VH12.14.II [voice] Med., plunder, ravage, Plu.2.330d, cf. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασύρω
См. также в других словарях:
ἀνασεσυρμένος — ἀνασύρομαι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανασύρω — κ. ανασέρνω κ. ανασύρω (AM ἀνασύρω) (μσν. κ. ἀνασέρνω κ. ἀνασύρνω) τραβώ επάνω, σηκώνω, ανεβάζω νεοελλ. τραβώ στην επιφάνεια, ανελκύω μσν. παρατείνω τη διήγηση αρχ. 1. (μέσ., ομαι) α) σηκώνω επάνω, βγάζω τα ενδύματά μου, γυμνώνομαι β) αρπάζω,… … Dictionary of Greek
παντοποιός — όν, ΜΑ 1. ικανός για όλα, ριψοκίνδυνος («τῷ ἤθει ἀγοραῑος τις καὶ ἀνασεσυρμένος καὶ παντοποιός», Θεόφρ.) 2. αυτός που δημιουργεί γενικότητες αρχ. παντοδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ποιός*] … Dictionary of Greek