Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀναρρύω

См. также в других словарях:

  • αναρρύω — ἀναρρύω (Α) 1. στρέφω το κεφάλι του θύματος προς τα πάνω για να του κόψω τον λαιμό, σφάζω, θυσιάζω 2. (μέσ. ομαι) ανασύρω, σώζω, απολυτρώνω 3. επανορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρύω, ερύω «έλκω, σύρω, τραβώ, απολυτρώνω» (πρβλ. αυερύω). ΠΑΡ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ανάρρυσις — ἀνάρρυσις, η (AM) [αναρρύω] μσν. η απελευθέρωση, η απολύτρωση αρχ. η δεύτερη μέρα της εορτής των Απατουρίων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»