Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀναρρίπτω

См. также в других словарях:

  • αναρρίπτω — και χνω (AM ἀναρρίπτω) (Α ποιητ. ἀναρριπτέω) 1. ρίχνω κάτι προς τα επάνω 2. φρ. «ἀνερρίφθω ὁ κύβος» ας ληφθεί η απόφαση ας διακινδυνεύσουμε τα πάντα νεοελλ. 1. ρίχνω πέρα ή πίσω, ρίχνω για προφύλαξη αρχ. 1. εκτοξεύω 2. θέτω σε κίνηση, υποκινώ… …   Dictionary of Greek

  • ἀναρρίπτω — ἀναρρί̱πτω , ἀναρρίπτω throw up pres subj act 1st sg ἀναρρί̱πτω , ἀναρρίπτω throw up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρρῖψαι — ἀναρρίπτω throw up aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαναρρίπτει — διά , ἀνά ῥιπτέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) διά , ἀνά ῥιπτέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) διαναρρί̱πτει , διά ἀναρρίπτω throw up pres imperat act 2nd sg (attic epic) διαναρρί̱πτει , διά ἀναρρίπτω throw up pres ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρριπτεῖτε — ἀναρρῑπτεῖτε , ἀναρρίπτω throw up pres imperat act 2nd pl (attic epic) ἀναρρῑπτεῖτε , ἀναρρίπτω throw up pres opt act 2nd pl ἀναρρῑπτεῖτε , ἀναρρίπτω throw up pres ind act 2nd pl (attic epic) ἀναρρῑπτεῖτε , ἀναρρίπτω throw up imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρρίπτει — ἀναρρί̱πτει , ἀναρρίπτω throw up pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀναρρί̱πτει , ἀναρρίπτω throw up pres ind mp 2nd sg ἀναρρί̱πτει , ἀναρρίπτω throw up pres ind act 3rd sg ἀναρρί̱πτει , ἀναρρίπτω throw up imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρίπτει — ἀ̱ναρίπτει , ἀναριπτέω throw up imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀναριπτέω throw up pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀναριπτέω throw up imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἀναρί̱πτει , ἀναρρίπτω throw up pres imperat act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρριπτῇ — ἀναρρῑπτῇ , ἀναρρίπτω throw up pres subj mp 2nd sg ἀναρρῑπτῇ , ἀναρρίπτω throw up pres ind mp 2nd sg ἀναρρῑπτῇ , ἀναρρίπτω throw up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρρίπτετε — ἀναρρί̱πτετε , ἀναρρίπτω throw up pres imperat act 2nd pl ἀναρρί̱πτετε , ἀναρρίπτω throw up pres ind act 2nd pl ἀναρρί̱πτετε , ἀναρρίπτω throw up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρρίψει — ἀνάρριψις throwing up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναρρίψεϊ , ἀνάρριψις throwing up fem dat sg (epic) ἀνάρριψις throwing up fem dat sg (attic ionic) ἀναρρί̱ψει , ἀναρρίπτω throw up aor subj act 3rd sg (epic) ἀναρρί̱ψει , ἀναρρίπτω throw up… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρρίψουσι — ἀναρρί̱ψουσι , ἀναρρίπτω throw up aor subj act 3rd pl (epic) ἀναρρί̱ψουσι , ἀναρρίπτω throw up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναρρί̱ψουσι , ἀναρρίπτω throw up fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»