Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀναπειράομαι

См. также в других словарях:

  • ἀναπειρωμένων — ἀναπειράομαι try pres part mp fem gen pl ἀναπειράομαι try pres part mp masc/neut gen pl ἀναπειράομαι try pres part mp fem gen pl ἀναπειράομαι try pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπειρωμένην — ἀναπειράομαι try pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ἀναπειράομαι try pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπειρωμένοις — ἀναπειράομαι try pres part mp masc/neut dat pl ἀναπειράομαι try pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπειρᾶσθαι — ἀναπειράομαι try pres inf mp ἀναπειράομαι try pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπειρώμεναι — ἀναπειράομαι try pres part mp fem nom/voc pl ἀναπειράομαι try pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπειρώμενος — ἀναπειράομαι try pres part mp masc nom sg ἀναπειράομαι try pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπεπειρᾶσθαι — ἀναπειράομαι try perf inf mp (attic) ἀναπειράομαι try perf inf mp (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπειρῶντο — ἀναπειράομαι try imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμπείρας — διαμπείρᾱς , διά ἀναπείρω pierce through aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) διαμπείρᾱς , διά ἀναπειράομαι try pres ind act 2nd sg (attic) διαμπείρᾱς , διά ἀναπειράομαι try imperf ind act 2nd sg (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπείρας — ἀμπείρᾱς , ἀναπείρω pierce through aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀμπείρᾱς , ἀναπειράομαι try pres ind act 2nd sg (attic) ἀμπείρᾱς , ἀναπειράομαι try imperf ind act 2nd sg (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπείρας — ἀναπείρᾱς , ἀνάπειρα trial fem acc pl ἀναπείρᾱς , ἀνάπειρα trial fem gen sg (attic doric aeolic) ἀναπείρᾱς , ἀναπείρω pierce through aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀναπείρᾱς , ἀναπειράομαι try pres ind act 2nd sg (attic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»