-
101 αναξηρανθώσι
-
102 ἀναξηρανθῶσι
-
103 αναξηρανθώσιν
-
104 ἀναξηρανθῶσιν
-
105 αναξηρανθέν
-
106 ἀναξηρανθέν
-
107 αναξηρανθέντας
-
108 ἀναξηρανθέντας
-
109 αναξηρανθέντι
-
110 ἀναξηρανθέντι
-
111 αναξηρανθέντος
-
112 ἀναξηρανθέντος
-
113 αναξηρανθέντων
-
114 ἀναξηρανθέντων
-
115 αναξηρανθήσεται
-
116 ἀναξηρανθήσεται
-
117 αναξηραίνειν
-
118 ἀναξηραίνειν
-
119 αναξηραίνεσθαι
-
120 ἀναξηραίνεσθαι
См. также в других словарях:
αναξηραίνω — (Α ἀναξηραίνω) (Ν και αναξεραίνω) κάνω κάτι ξερό, ξεραίνω εντελώς, αποξηραίνω νεοελλ. μέσ. χάνω την υγρότητά μου ή τη δροσερότητα μου, μαραίνομαι, στεγνώνω αρχ. 1. οδηγώ σε εξάντληση, σε μαρασμό 2. παθ. σκουπίζομαι, στεγνώνομαι μετά το λουτρό.… … Dictionary of Greek
ἀνεξηρασμένον — ἀναξηραίνω dry up perf part mp masc acc sg ἀναξηραίνω dry up perf part mp neut nom/voc/acc sg ἀνεξηρᾱσμένον , ἀναξηραίνω dry up perf part mp masc acc sg ἀνεξηρᾱσμένον , ἀναξηραίνω dry up perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξηρασμένων — ἀναξηραίνω dry up perf part mp fem gen pl ἀναξηραίνω dry up perf part mp masc/neut gen pl ἀνεξηρᾱσμένων , ἀναξηραίνω dry up perf part mp fem gen pl ἀνεξηρᾱσμένων , ἀναξηραίνω dry up perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξήρανται — ἀναξηραίνω dry up perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ἀναξηραίνω dry up perf ind mp 3rd sg ἀνεξήρᾱνται , ἀναξηραίνω dry up perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ἀνεξήρᾱνται , ἀναξηραίνω dry up perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγξηρήνῃ — ἀναξηραίνω dry up aor subj mid 2nd sg ἀναξηραίνω dry up aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξηραινομένων — ἀναξηραίνω dry up pres part mp fem gen pl ἀναξηραίνω dry up pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξηραινόμενον — ἀναξηραίνω dry up pres part mp masc acc sg ἀναξηραίνω dry up pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξηραινόντων — ἀναξηραίνω dry up pres part act masc/neut gen pl ἀναξηραίνω dry up pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξηρανεῖ — ἀναξηραίνω dry up fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀναξηραίνω dry up fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξηρανθέντα — ἀναξηραίνω dry up aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀναξηραίνω dry up aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξηραῖνον — ἀναξηραίνω dry up pres part act masc voc sg ἀναξηραίνω dry up pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)