-
81 ἀνεκλαύσαντο
-
82 ανεκλαύσατο
-
83 ἀνεκλαύσατο
-
84 ανεκλάοντο
-
85 ἀνεκλάοντο
-
86 ανέκλαιεν
-
87 ἀνέκλαιεν
-
88 ανέκλαυσαν
-
89 ἀνέκλαυσαν
-
90 ανέκλαυσας
-
91 ἀνέκλαυσας
-
92 ανέκλαυσε
-
93 ἀνέκλαυσε
-
94 ανέκλαυσεν
-
95 ἀνέκλαυσεν
-
96 προανακλαιομένω
-
97 προανακλαιομένῳ
-
98 προσανακλάεσθαι
προσανακλά̱εσθαι, πρόσ-ἀνακλαίωweep aloud: pres inf mp (attic)
См. также в других словарях:
ἀνακλαίω — weep aloud pres subj act 1st sg ἀνακλαίω weep aloud pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακλαίω — ἀνακλαίω (Α) κλαίω γοερά, οδύρομαι, θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κλαίω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακλαυθμός, ἀνάκλαυσις] … Dictionary of Greek
ἀγκλαίω — ἀνακλαίω weep aloud pres subj act 1st sg ἀνακλαίω weep aloud pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλαιομένων — ἀνακλαίω weep aloud pres part mp fem gen pl ἀνακλαίω weep aloud pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλαύσαντα — ἀνακλαίω weep aloud aor part act neut nom/voc/acc pl ἀνακλαίω weep aloud aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλαύσεται — ἀνακλαίω weep aloud aor subj mid 3rd sg (epic) ἀνακλαίω weep aloud fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλαύσομαι — ἀνακλαίω weep aloud aor subj mid 1st sg (epic) ἀνακλαίω weep aloud fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλᾶον — ἀνακλαίω weep aloud pres part act masc voc sg (attic) ἀνακλαίω weep aloud pres part act neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέκλαιον — ἀνακλαίω weep aloud imperf ind act 3rd pl ἀνακλαίω weep aloud imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλαιομένη — ἀνακλαίω weep aloud pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλαιομένῳ — ἀνακλαίω weep aloud pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)