-
1 αναγκαιοτέροις
ἀναγκαῑοτέροις, ἀναγκαῖοςof: masc /neut dat comp plἀναγκαῑοτέροις, ἀναγκαῖοςof: masc /neut dat comp pl -
2 ἀναγκαιοτέροις
ἀναγκαῑοτέροις, ἀναγκαῖοςof: masc /neut dat comp plἀναγκαῑοτέροις, ἀναγκαῖοςof: masc /neut dat comp pl
См. также в других словарях:
ἀναγκαιοτέροις — ἀναγκαῑοτέροις , ἀναγκαῖος of masc/neut dat comp pl ἀναγκαῑοτέροις , ἀναγκαῖος of masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)