Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνέῳξε

См. также в других словарях:

  • ἀνέῳξε — ἀνοίγνυμι open aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέωιξε — ἀνέῳξε , ἀνοίγνυμι open aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… …   Dictionary of Greek

  • σιτοβολώνας — ο / σιτοβολών, ῶνος, ΝΜΑ η σιταποθήκη («ἀνέῳξε πάντας τοὺς σιτοβολῶνας καὶ ἐπώλει πᾱσι τοῑς Αἰγυπτίοις», ΠΔ) νεοελλ. τόπος που παράγει άφθονα σιτηρά («η Θεσσαλία, ο σιτοβολώνας τής Ελλάδας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + θ. βολ τού βάλλω (πρβλ. βόλος) + …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»