-
1 ten
[ten] 1. noun1) (the number or figure 10.) δέκα2) (the age of 10.) δέκα χρονών2. adjective1) (10 in number.) που ανέρχεται ποσοτικά στον αριθμό 102) (aged 10.) δεκάχρονος•- ten-- tenth
- ten-pin bowling
- ten-year-old 3. adjective((of a person, animal or thing) that is ten years old.) δεκάχρονος,-η -
2 thirteen
[Ɵə:'ti:n] 1. noun1) (the number or figure 13.) δεκατρία2) (the age of 13.) δεκατριάχρονος2. adjective1) (13 in number.) που ανέρχεται ποσοτικά στον αριθμό 132) (aged 13.) δεκατριάχρονος•- thirteenth
- thirteen-year-old 3. adjective((of a person, animal or thing) that is thirteen years old.) δεκατριάχρονος, -η -
3 thirty
['Ɵə:ti] 1. noun1) (the number or figure 30.) τριάντα2) (the age of 30.) τριάντα χρονών2. adjective1) (30 in number.) που ανέρχεται ποσοτικά στον αριθμό 302) (aged 30.) τριαντάχρονος, -η•- thirties- thirtieth
- thirty-
- thirty-year-old 3. adjective((of a person, animal or thing) that is thirty years old.) τριαντάχρονος, -η -
4 three
[Ɵri:] 1. noun1) (the number or figure 3.) τρεις, τρία2) (the age of 3.) τριών χρόνων2. adjective1) (3 in number.) που ανέρχεται ποσοτικά στον αριθμό 32) (aged 3.) τρίχρονος, τριετής•- three-- three-dimensional
- three-quarter
- three-year-old 3. adjective((of a person, animal or thing) that is three years old.) τρίχρονος, -η -
5 twelve
[twelv] 1. noun1) (the number or figure 12.) δώδεκα2) (the age of 12.) δώδεκα χρονών2. adjective1) (12 in number.) που ανέρχεται ποσοτικά στον αριθμό 122) (aged 12.) δωδεκάχρονος•- twelve-- twelfth
- twelve-year-old 3. adjective((of a person, animal or thing) that is twelve years old.) δωδεκάχρονος -
6 twenty
['twenti] 1. noun1) (the number or figure 20.) είκοσι2) (the age of 20.) είκοσι χρονών2. adjective1) (20 in number.) που ανέρχεται ποσοτικά στον αριθμό 202) (aged 20.) εικοσάχρονος•- twenties- twentieth
- twenty-
- twenty-year-old 3. adjective( (of a person or thing) twenty years old) εικοσάχρονος -
7 two
[tu:] 1. noun1) (the number or figure 2.) δύο2) (the age of 2.) δύο χρονών / διετής2. adjective1) (2 in number.) που ανέρχεται ποσοτικά στον αριθμό 22) (aged 2.) δίχρονος / διετής•- two-- two-faced
- two-handed
- twosome
- two-way
- two-year-old 3. adjective((of a person, animal or thing) that is two years old.) δίχρονος, διετής- in two
См. также в других словарях:
ἀνέρχεται — ἀνέρχομαι go up pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέρχεθ' — ἀνέρχεται , ἀνέρχομαι go up pres ind mp 3rd sg ἀνέρχετο , ἀνέρχομαι go up imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek
Κομόρες — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία των Κομορών Έκταση: 1.862 τ. χλμ. Πληθυσμός: 614.382 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μορονί (60.200 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της νότιας Αφρικής, στον Ινδικό ωκεανό, που αποτελείται από τρία νησιά.Οι … Dictionary of Greek
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek