-
1 отображать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отображать
-
2 разыскивать
(ανα)ζητώ, ψάχνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разыскивать
-
3 она
[ανά] αντ αυτή -
4 она
[ανά] αντ αυτή -
5 altışar
ανά έξι, από έξι, έξι-έξι -
6 birer
ανά ένας, από έναίbirer -
7 по
попредлог Α. с дат. п.1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·7. (при указании родства, близости):родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει. -
8 по
По р. Πάδος ο* * *1) (по улице и т. п.) σε, ανάгуля́ть по го́роду (по у́лице) — κάνω βόλτα στην πόλη (στο δρόμο)
2) ( согласно) κατά, με, ανάλογα, σύμφωνα•по расписа́нию — σύμφωνα με το δρομολόγιο
по мне́нию — κατά τη γνώμη
3) ( вследствие) κατά, λόγω, εξαιτίαςпо необходи́мости — λόγω ανάγκης
по боле́зни — λόγω αρρώστιας
по оши́бке — κατά λάθος
по распоряже́нию — κατά διαταγή
4) ( посредством) από, με, διάμεσοпо по́чте— ταχυδρομικώς
говори́ть по телефо́ну — μιλώ από το τηλέφωνο
5) ( о времени) μέχρι, ως; μετάпо вечера́м — τα βράδια
по возвраще́нии — μετά την επιστροφή
6) ( в разделительном значении) ανά; απόпо́ два — ανά δύο
по одному́ — ένας ένας
-
9 газообильность
горн. η έκλυση αερίωνотносительная - ανά μονάδα όγκου του πετρώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газообильность
-
10 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
11 подпрыгивать
-
12 узнавать
узнавать, узнать 1) μαθαίνω; πληροφορούμαι (навести справку) 2) (признать) (ανα)γνωρίζω* * *= узнать1) μαθαίνω; πληροφορούμαι ( навести справку)2) ( признать) (ανα)γνωρίζω -
13 узнавать
узнаватьнесов, узнать сов1. (получать сведения) μαθαίνω, μανθάνω/ πλη-ροφοροῦμαι (справляться):хотелось бы мне узнать... θάθελα νά μάθω...· узнайте, пожалуйста, о ее здоровье σας παρακαλώ νά πληροφορηθείτε γιά τήν ὑγεία της· я хочу́ узнать, до́ма ли он? θέλω νά μάθω ἄν εἶναι στό σπίτι· об этом могут узнать μπορεί νά τό μάθουν2. (знакомого, знакомое) (ἀνα)γνωρίζω:\узнавать старого дру́га (ἀνα)γνωρίζα> παληό φίλο· его нельзя \узнавать Εγινε ἀγνώριστος·3. (получить истинное представление) γνωρίζω, μανθάνω, ξεύρω:теперь я его лучше узнал τώρα τόν ἔμαθα καλλίτερα· нам нужно лучше узнать друг дру́га πρέπει νά γνωριστούμε καλλίτερα, πρέπει νά μάθουμε καλλίτερα ὁ ἔνας τόν ἀλλον4. (познать, пережить) γνωρίζω, δοκιμάζω:\узнавать нужду́ (го́ре) δοκιμάζω στερήσεις (βάσανα)· \узнавать радость материнства γνωρίζω τήν χαρά τής μητρότητας. -
14 per
[pə:]1) (out of: We have less than one mistake per page.) ανά2) (for each: The dinner will cost $15 per person.) ανά3) (in each: six times per week.) κάθε•- per cent -
15 взвести
взведу, взведёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.1. ανεβάζω, ανάγω•он взвел меня на гору αυτός με ανέβασε στο βουνό.
|| ανυψώνω, (ανα)σηκώνω•взвести курок σηκώνω τον επικρουστήρα•
взвести очи вверх ανασηκώνω τα μάτια.
2. ανεγείρω, υψώνω.3. αποδίδω, επιρρίπτω•взвести обвинение επιρρίπτω κατηγορία.
ανυψώνομαι, (ανα)σηκώνομαι•курок легко взвелся ο επικρουστήρας εύκολα σηκώθηκε.
-
16 загнутый
επ. από μτχ.(ανα)διπλωμένος,(α-να)στραμμένος, (ανα)γυρισμένος. -
17 подогнуть
ρ.σ.μ.1. (ανα)διπλώνω•подогнуть край листа διπλώνω την άκρη του φύλλου.
2. λυγίζω, κάμπτω ελαφρά• βάζω αποκάτω, μαζεύω•ноги μαζεύω τα πόδια•
прыгун -ул колени ο άλτης λύγισε λίγο τα γόνατα.
1. (ανα)-διπλώνομαι,2. κάμπτομαι, λυγίζω ελαφρά. -
18 троить
трою, троишьρ.δ.μ.1. τριμερίζω, χωρίζω, μοιράζω στα τρία.2. συνδέω ανά τρεΐ£• φτιάχνω, κατατάσσω, διαθέτω ανά τρεις. || επαναλαβαίνω τρεις φορές• -• поле τριβολίζω το χωράφι. || χτυπώ με μια φορά τρεις, τρία•троить на бильярде με μια στεκιά χτυπώ τρεις μπί-λες στο μπιλιάρδο•
троить из ружья σκοτώνω μ ένα σμπάρο τρία πουλιά.
εκφρ.в глазах -ит – τα βλέπω όλα (τα αντικείμενα) τριπλά.τρ ιμερίζομαι, διαιρούμαι στα τρία. || μου φαίνονται (τα αντικείμενα) τριπλά. || τριβολίζομαι. -
19 Proportion
subs.P. ἀναλογία, ἡ.In proportion: P. κατὰ λόγον.In the same proportion: P. κατὰ ταὐτά, κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον, ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον.In proportion to: P. ἀνὰ λόγον (gen.).Quota: use P. and V. μέρος, τό.Fair share: P. and V. τὸ ἴσον.Measure: P. and V. μέτρον, τό.Symmetry, harmony: P. συμμετρία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Proportion
-
20 Up
prep.P. and V. ἐπί (acc.).Up stream: P. ἀνὰ ῥόον (Hdt.).Up hill: V. πρὸς αἶπος, P. πρὸς ἄναντες, πρὸς ὄρθιον (Xen.).Up to: P. and V. ἐπί (acc.).As far as: P. μέχρι (gen.).Up to a certain point: P. μέχρι του (Dem. 11).Up to this time: P. μέχρι τοῦδε, V. ἐς τόδʼ ἡμέρας (Eur., Alc. 9), P. and V. δεῦρο (Plat. and Eur., Heracl. 848); see Hitherto.Overtake: P. ἐπικαταλαμβάνειν; see Overtake.Well up in, versed in: P. and V. ἔμπειρος (gen.).Be well up in an author: Ar. and P. πατεῖν (acc.) (Ar., Av. 471 and Plat., Phaedr. 273A).——————adv.Hither and thither: see under Thither.The up country: P. ἡ μεσογεία; see Inland.Go up country, v.: P. ἀνέρχεσθαι (Thuc. 8, 50), ἀναβαίνειν.Set up: see under Set.Shall we say it was all up with these things? P. πάντα ἔρρειν ταῦτα... φήσομεν; (Plat. Legg. 677C).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Up
См. также в других словарях:
ἄνα — ἄνᾱ , ἄνα king fem nom/voc/acc dual ἄνᾱ , ἄνα king fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄναξ lord masc voc sg ἄνᾱ , ἄνη fulfilment fem nom/voc/acc dual ἄνᾱ , ἄνη fulfilment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄνᾱ , ἄνοος without understanding neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνά — on board indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» … Dictionary of Greek
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek
άνα — (I) ἄνα (Α) [ἄναξ] 1. (κλητ. τού ἄναξ) βασιλιά (μόνο στις φρ. ὦ ἄνα και συνηρ. ὦνα και Ζεῡ ἄνα και πάντα ως προσαγόρευση θεών) 2. (κλητ. αντί τού ἄνασσα) βασίλισσα. (II) ἄνα, η (Α) [ἄνω] η ἄνυσις*. (III) ἄνα (Α) [ἀνά] αναστροφή τής προθέσεως ἀνά… … Dictionary of Greek
ἄνᾳ — ἄναι , ἄνα king fem nom/voc pl ἄνᾱͅ , ἄνα king fem dat sg (doric aeolic) ἄναι , ἄνη fulfilment fem nom/voc pl ἄνᾱͅ , ἄνη fulfilment fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άνα — κατάλ. μεγεθυντικών ουσιαστικών της Ν. Ελληνικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. άνα αποσπάστηκε από μεγεθυντικά τών ουσ. σε άνι, πρβλ. πλατάνι πλατάνα, ροκάνι ροκάνα, φουστάνι φουστάνα και χρησιμοποιείται στον σχηματισμό μεγεθυντικών από ουσ., όπως πλέξα ή… … Dictionary of Greek
-ανά — συνήθης κατάλ. τοπωνυμίων, κυρίως τής Κρήτης και τής Τήνου, π. χ. Μουλιανά, Αμαριανά κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. ανά, ήδη μσν., δηλώνει τα κτήματα που ανήκουν σε κάποιον (πρβλ. Δολιανά «τα κτήματα τού Δολιανού»). Κατ’ επέκταση επικράτησε και ως… … Dictionary of Greek
ἀνᾶ — ἀνάζω fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποθῇ — ἀνά , ἀπό ὀθέω pres subj mp 2nd sg ἀνά , ἀπό ὀθέω pres ind mp 2nd sg ἀνά , ἀπό ὀθέω pres subj act 3rd sg ἀνά , ἀπό θάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) ἀνά , ἀπό θάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) ἀνά , ἀπό θάζω seated fut ind mid 2nd sg (doric) ἀνά … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηρημένα — ἀνά ἀράω 2 plough perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἀνηρημένᾱ , ἀνά ἀράω 2 plough perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀνηρημένᾱ , ἀνά ἀράω 2 plough perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) ἀνά ἀρέομαι perf part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)