-
41 ἀναγκαίην
ἀνάγκηforce: fem acc sg (epic ionic)ἀναγκαίηfem acc sg (epic ionic)ἀναγκαί̱ην, ἀναγκαῖοςof: fem acc sg (epic ionic) -
42 αναγκαίησι
ἀνάγκηforce: fem dat pl (epic ionic)ἀναγκαίηfem dat pl (epic ionic)ἀναγκαί̱ῃσι, ἀναγκαῖοςof: fem dat pl (epic ionic) -
43 ἀναγκαίῃσι
ἀνάγκηforce: fem dat pl (epic ionic)ἀναγκαίηfem dat pl (epic ionic)ἀναγκαί̱ῃσι, ἀναγκαῖοςof: fem dat pl (epic ionic) -
44 αναγκαίησιν
ἀνάγκηforce: fem dat pl (epic ionic)ἀναγκαίηfem dat pl (epic ionic)ἀναγκαί̱ῃσιν, ἀναγκαῖοςof: fem dat pl (epic ionic) -
45 ἀναγκαίῃσιν
ἀνάγκηforce: fem dat pl (epic ionic)ἀναγκαίηfem dat pl (epic ionic)ἀναγκαί̱ῃσιν, ἀναγκαῖοςof: fem dat pl (epic ionic) -
46 αναγκαίηφι
ἀνάγκηforce: fem dat pl (epic ionic)ἀναγκαίηfem dat pl (epic ionic)ἀναγκαί̱ηφι, ἀναγκαῖοςof: fem dat pl (epic ionic) -
47 ἀναγκαίηφι
ἀνάγκηforce: fem dat pl (epic ionic)ἀναγκαίηfem dat pl (epic ionic)ἀναγκαί̱ηφι, ἀναγκαῖοςof: fem dat pl (epic ionic) -
48 αναγκών
ἀνάγκηforce: fem gen plἀναγκάζωforce: fut part act masc voc sgἀναγκάζωforce: fut part act neut nom /voc /acc sgἀναγκάζωforce: fut part act masc nom sg (attic epic ionic) -
49 ἀναγκῶν
ἀνάγκηforce: fem gen plἀναγκάζωforce: fut part act masc voc sgἀναγκάζωforce: fut part act neut nom /voc /acc sgἀναγκάζωforce: fut part act masc nom sg (attic epic ionic) -
50 αναγκέων
-
51 ἀναγκέων
-
52 ανάγκαιν
-
53 ἀνάγκαιν
-
54 ανάγκαις
-
55 ἀνάγκαις
-
56 ανάγκαισι
-
57 ἀνάγκαισι
-
58 ανάγκαισιν
-
59 ἀνάγκαισιν
-
60 ανάγκαν
См. также в других словарях:
ἀνάγκη — force fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκῃ — ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
ανάγκη — η 1. αυτό που επιβάλλεται από τη φύση των πραγμάτων, το αναπόφευκτο: Έχει ανάγκη από νοσοκομειακή περίθαλψη. 2. οικονομική δυσκολία, ανέχεια: Τελευταία βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη. 3. η αποπάτηση: Πήγε να κάνει την ανάγκη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. — ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. См. Нужда закон изменяет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κἀνάγκη — ἀνάγκη , ἀνάγκη force fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνάγκῃ — ἀνάγκῃ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκαι — ἀνάγκη force fem nom/voc pl ἀνάγκᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκηι — ἀνάγκῃ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαῖαι — ἀνάγκη force fem nom/voc pl (epic ionic) ἀναγκαῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)