-
1 ἡμεῖς
ἡμεῖς, wir, äol. u. ep. ἄμμες, wie Hom., aber auch Pind. P. 4, 144; dor. ἁμές, Tim. Locr. 96 a u. Alcm. bei Apollon. de pron. p. 378; bei Ar. Lys. 1162 ἀμές geschrieben, aber 168 ἇμες; – gen. ἡμῶν, unser, ion. u. ep. ἡμέων, ep. auch ἡμείων, wie Od. 24, 169; dor. ἁμῶν, Ar. Lys. 168; Theocr. 2, 158; äol. ἀμμέων, Alcaeus bei Apollon. a. a. O.; – dat. ἡμῖν, uns, mit inklinirtem Ton, ἥμιν, u. nach Versbedürfniß ἧμιν, Il. 17, 415 Od. 8, 569; Soph. O. R. 39. 42 u. oft; Ar. Av. 386, wo von Bekk. ἡμίν, wie auch bei Soph. von Einigen geschrieben wird; Lys. 124 Plut. 286; dor. ἁμίν (v. l. ἄμμιν), Theocr. 7, 135, nach den Zeugnissen der Alten; so Aesch. Eum. 329; auch ἁμῖν, Theocr. 3, 106; äol. ἄμμιν, Od. 12, 275 u. öfter, Pind. P. 4, 154, Aesch. Spt. 141, u. ἄμμι, Od. 1, 384 Ap. Rh. 2, 241 Theocr. 1, 102; – acc. ἡμᾶς, uns, ion. u. ep. ἡμέας, mit inklinirtem Ton, ἧμας, Od. 16, 273; äol. ἄμμε, was eigtl. dual. war, Il. 1, 59; Pind. Ol. 9, 114; Theocr. 8, 25 u. sonst.
-
2 ΛΆΧος
ΛΆΧος, τό, Loos, Schicksal; ῥηϊδίως φέρειν ἀμφοτέρων τὸ λάχος Theogn. 592; μόριμον λάχος πιμπλάντων χεροῖν Aesch. Ch. 356, vgl. Eum. 5 ( ἐν τρίτῳ λάχει, sonst immer nur im nom. u. accus.). 310, γιγνομέναισι λάχη τάδ' ἐφ' ἁμὶν ἐκράνϑη 347; vgl. noch Soph. Ant. 1288, wo es conj. für λέχος ist; der durch das Loos bestimmte Antheil, ἔστι σοὶ μὲν τῶν λάχος Pind. N. 10, 85, ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου Ol. 7, 58; τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα Aesch. Eum. 378; auch in Prosa, παρεῖχε δὲ ἡ ϑεὸς τοῖς σκηνῶσιν τῶν ϑυομένων λάχος Xen. An. 5, 3, 9; Sp., wie Alciphr. 3, 29; – νυκτὸς ὅτε τρίτατον λάχος ἵσταται, der Theil, Mosch. 2, 2; Ap. Rh. 3, 1340.
-
3 οὖς
οὖς, τό, aus οὖας zsgz. u. dah. im gen. ὠτός, ὦτα, ὤτων, dat. plur. statt ὠσίν bei Sp. auch ὤτοις, vgl. Lob. Phryn. 211, – das Ohr, auris, bei den Lacedämoniern u. Kretern αὖς, αὐτός, lautend; Hom. hat von dieser Form nur den acc. sing. οὖς, Il. 11, 109. 20, 473, u. den dat. plur. ὠσίν, Od. 12, 200; ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν, Aesch. Spt. 25, wie δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῖνον Ch. 54; βοᾷ δ' ἐν ώσὶ κέλαδος, Pers. 597; τοῦτο διαμπερὲς οὖς ἵκετ' ἅπερ τε βέλος, Ch. 374; ὀρϑὸν οὖς ἵστησιν, Soph. El. 27, vom Pferde, die Ohren spitzen (vgl. Luc. Tim. 23 u. a. Sp., ἑστῶσιν ὠσίν τι ἀκοῦσαι, Aristid.); τυφλὸς τά τ' ὦτα τόν τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ, O. R. 371; καί με φϑόγγος οἰκείου κακοῠ βάλλει δι' ὤτων, Ant. 1173, öfter, wie Eur. u. sp. D., χ' ἁμῖν τοῦτο δι' ὠτὸς ἔγεντο Theocr. 14, 27; Her. gew. im plur., 1, 8. 4, 29. 7, 39; προςκύψας μοι σμικρὸν πρὸς τὸ οὖς, Plat. Euthvd. 275 a; παρεῖχον τὰ ὦτα, Crat. 396 d, u. öfter in ähnl. Vrbdgn, sein Ohr leihen; ἐπισχόμενος τὰ ὦτα, Conv. 216 a u. öfter, u. Folgende; λόγους ψιϑοροὺς πλάσσων εἰς ὦτα φέρει πᾶσιν Ὀδυσσεύς, Soph. Aj. 149, wie auch wir sagen »ins Ohr flüstern«, heimlich; so Sp., wie Plut. – Uebertr. wie ὀφϑαλμός, ὦτα καὶ ὀφϑαλμοὶ πολλοὶ βασιλέως, Luc. adv. ind. 23, von den Dienern des Königs; vgl. Schol. Ar. Ach. 92; Plut. de curiosit. 16 τὸ τῶν λεγομένων ὤτων καὶ προςαγω γέων γένος. – An Gefäßen, wie Bechern und Krügen, der Henkel, Handgriff, Ath. XI, 474 d, Plut. u. a. Sp.; – οὖς Ἀφροδίτης hieß eine Muschelart, Ath. III, 88 d.
-
4 ἑδνόω
ἑδνόω und ἐεδνόω, mit Brautgaben (ἕδνοις) ein Weib versehn, τινά. Bei Homer einmal, im med., Odyss. 2, 53 οἳ πατρὸς μὲν ἐς οἶκον ἀπερρίγασι νέεσϑαι Ἰκαρίου, ὥς κ' αὐτὸς ἐεδνώσαιτο ϑύγατρα, δοίη δ' ᾡ κ' ἐϑέλοι καί οἱ κεχαρισμένος ἔλϑοι: dies kann zweierlei bedeuten, entweder, daß der Vater für seine Tochter ἕδνα von deren Freiern empfangen würde, oder, daß der Vater seiner Tochter aus seinen Mitteln ἕδνα, also eine Aussteuer, eine Mitgift gewähren würde. Letztere Auffassung vertritt ein Scholium zu der Stelle, welches vielleicht aus Aristonicus floß. Vgl. s. v. v. ἕδνον, ἑδνωτής, ἀνάεδνος; Scholl. Herodian. Iliad. 5, 158. 13, 382. – Leon. Tar. 64 (VII, 648) ἑδνώσαιτο γυναῖκα = heirathen. – Das activ. Theocrit. 22, 147 ἁμῖν τοι Λεύκιππος ἑὰς ἕδνωσε ϑύγατρας τάςδε πολὺ προτέροις = verloben. – Adject. verb. bei Hesych., Ἑδνωτήν· ἐγγαμιστἠν νυμφίῳ.
-
5 ἑδνόω
ἑδνόω u. ἐεδνόω, mit Brautgaben (ἕδνοις) ein Weib versehn; entweder, daß der Vater für seine Tochter ἕδνα von deren Freiern empfangen würde, oder, daß der Vater seiner Tochter aus seinen Mitteln ἕδνα, also eine Aussteuer, eine Mitgift gewähren würde; ἑδνώσαιτο γυναῖκα = heiraten; ἁμῖν τοι Λεύκιππος ἑὰς ἕδνωσε ϑύγατρας τάςδε πολὺ προτέροις = verloben -
6 ἐεδνόω
ἑδνόω u. ἐεδνόω, mit Brautgaben (ἕδνοις) ein Weib versehn; entweder, daß der Vater für seine Tochter ἕδνα von deren Freiern empfangen würde, oder, daß der Vater seiner Tochter aus seinen Mitteln ἕδνα, also eine Aussteuer, eine Mitgift gewähren würde; ἑδνώσαιτο γυναῖκα = heiraten; ἁμῖν τοι Λεύκιππος ἑὰς ἕδνωσε ϑύγατρας τάςδε πολὺ προτέροις = verloben
См. также в других словарях:
ἀμίν — ἀμίς chamber pot fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμίν — ἐγώ I at least masc/fem dat 1st pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίντι Αμίν Νταντά — (Idi Amin Dada, Κομπόκο 1925 –). Στρατάρχης, δικτάτορας της Ουγκάντα (1971 79). Γεννήθηκε από μουσουλμάνους γονείς, οι οποίοι ήταν μέλη της μικρής φυλής Κάκουα. Μετά τη βασική εκπαίδευση, ο Ί. κατετάγη στον βρετανικό αποικιακό στρατό το 1946.… … Dictionary of Greek
Μααλούφ, Αμίν — (Amin Maalouf, Βηρυτός 1949 –). Λιβανέζος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Φοίτησε σε σχολεία ιησουιτών της Βηρυτού και σπούδασε κοινωνιολογία και οικονομικά. Ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα της Βηρυτού αν Ναχάρ και ταξίδεψε… … Dictionary of Greek
Ρεϊχάνι, Αμίν ιμπν Φάρις — (1876 – 1940). Λιβανέζος συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε το 1888 στις ΗΠΑ. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια και υπήρξε θαυμαστής των Βολτέρου, Ρουσό και Νίτσε. Τα πρώτα έργα του ήταν σαφέστατα αντικληρικά. Το 1904 γύρισε στον Λίβανο, όπου … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
GYMNASTES — minister erat Gymnasiorum apud Vett. post Gymnasiarcham ac Xystarchem, praecipuus: qui, quemadmodum Gymnasiarchaloci princeps, Xystarchus Athletarum Magister; ita is omnibus exercitiis praefectus erat, non ignobilis, ut qui eorum facultates pro… … Hofmann J. Lexicon universale
VICTIMA — Isidoro sacrificium proprie erat, quod post victoriam, superatis hostibus; Diis offerebatur: hinc ut videtur, dicta: an quod vi ictus caderet percussa? an quod vincta ad aram staret? Nonnumquam cum Hostia confunditur. Namque Ovidiô teste, l. 1.… … Hofmann J. Lexicon universale
ημείς — (AM ἡμεῑς) ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τής ονομ. (ιων. αττ. ἡμεῖς, δωρ. ἁμές, αιολ. ἄμμες) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. nos), από το θ. τής αιτ. (ιων. αττ. ἡμέ , δωρ. ἁμέ , αιολ. ἄμμε ) + κατάλ. τών ον. ες (ἡμέ ες … Dictionary of Greek
Αλβέρτου, λίμνη — Μια από τις λίμνες που σχηματίστηκαν στην ανατολική Αφρική από τα ύδατα που συγκεντρώθηκαν σε διάφορες περιοχές του Συροαφρικανικού τεκτονικού ρήγματος (Great Rift Valley). Βρίσκεται σε ύψος 620 μ., έχει επιφάνεια 5.300 τ. χλμ. και εκτείνεται… … Dictionary of Greek